χηράμενος

  • 1χηράμενος — ο, θηλ. χηράμενη, Ν χηρευάμενος, χήρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < χηρ εύω, κατά τις μτχ. σε άμενος (πρβλ. λεγ άμενος)] …

    Dictionary of Greek

  • 2χηρευάμενος — ο, θηλ. χηρευάμενη, Ν χηράμενος, χήρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < χηρεύω, κατά τις αρχ. μτχ. σε άμενος, πρβλ. ἱστ άμενος (πρβλ. λεγ άμενος, πετ άμενος)] …

    Dictionary of Greek