χηνός
1χήνος — ο, Ν αρσενική χήνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < χήνα, με αλλαγή γένους κατά τα αρσ.] …
2χηνός — χήν wild goose fem gen sg …
3IECUR — extorum nomine olim intellectum, quod in Extispicina illius potissimum ratio haberetur. Plin. l. 11. c. 37. Iecur in dextra parte est. in eo, quod caput extorum vocant, magnae varietatis. M. Marcello, circa mortem defuit in extis. Sequenti deinde …
4χήνα — Κοινή ονομασία διαφόρων στεγανοπόδων της οικογένειας των ανατιδών ή νησσιδών, που ανήκουν κυρίως στα γένη χην (anser) και βράντα (branta). Ειδικά, με την ονομασία αυτό χαρακτηρίζεται γενικά η κατοικίδια χ., οι διάφορες φυλές της οποίας… …
5CHENNIA — Coturnicis species, Aegypto familiaris, quâ certâ anni tempestate Aegyptii sic abundabant, ut, cum omnes absumere non possent, eas in posterum sale condire cogerentur. Χέννιον ὀρνιθάριόν τικατ᾿ Αἴγυπτον ταριχεύομενον, Chennium, quoddam avitium in …
6χηνάγριον — τὸ, Α 1. μικρή άγρια χήνα 2. ονομασία γυναικείου κοσμήματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < χήν, χηνός, μέσω ενός αμάρτυρου *χήναγρος (< χήν + ἀγρός, πρβλ. ἵππ αγρος, σύ αγρος)] …
7χηνέρως — ωτος, ὁ, Α είδος μικρής χήνας. [ΕΤΥΜΟΛ. < χήν, χηνός + ἔρως] …
8χηνίον — τὸ, Α [χήν, χηνός] χηνάκι …
9χηνίς — ίδος, ἡ, Α χηνάκι. [ΕΤΥΜΟΛ. < χήν, χηνός + κατάλ. ίς, ίδος (πρβλ. ἀλωπεκ ίς)] …
10χηνίσκος — ὁ, ΜΑ 1. μικρή χήνα, χηνάκι 2. κόσμημα στην άκρη τής πρύμνης τού πλοίου, κεκαμμένο σαν το λαιμό τής χήνας αρχ. διακοσμητικό στοιχείο σε κύλικα. [ΕΤΥΜΟΛ. < χήν, χηνός + υποκορ. κατάλ. ίσκος (πρβλ. ἀλεκτορ ίσκος)] …