-
1 химический
επ.χημικός•химический факультет χημική σχολή•
-ие элементы χημικά στοιχεία•
-ие изменения χημικές αλλοιώσεις•
-ая реакция η χημική αντίδραση•
химический метод исследования χημική μέθοδος έρευνας•
-ая лаборатория το χημείο•
химический анализ χημική ανάλυση•
химический состав η χημική σύσταση•
-ие удобрения χημικά λιπάσματα•
-ие продукты χημικά προίόντα•
-ая воина χημικός πόλεμος•
-ое оружие χημικό όπλο.
εκφρ.химический карандаш – μελανί μολύβι•- ие чернила – ιόχρωμη (ιώδης) μελάνη. -
2 плюсование
(ткани, кожи) о εμποτι-σμός/το (εμ)πότισμα (των υφασμάτων, δερμάτων σε χημικά διαλύματα πριν το βάψιμο), -ть (ткань, кожу) εμποτίζω (το ύφασμα ή το δέρμα σε χημικά διαλύματα πριν το βάψιμο).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > плюсование
-
3 альгициды
хим. τα φυκιοκτόνα (ζιζανιοκτόνα) χημικά.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > альгициды
-
4 лёд
ο πάγοςдрейфующий - εν κινήσει σε θάλασσα, λίμνες κ.λπпаковый - см. пакРусско-греческий словарь научных и технических терминов > лёд
-
5 посуда
1. тех. τα δοχεία 2. (хозяйственная утварь) τα σκεύη, τα πιατικά.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > посуда
-
6 химикалии
мн. τα χημικά προϊόνταοι χημικές ουσίες (πλ.)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > химикалии
-
7 элемент
1. (составная часть чего-л.) το στοιχείοτο μέροςτο τμήμαгальванический - γαλβανικό -, η γαλβανική στήληисходный физ. - αρχικό -2. (химический источник тока) το στοιχεί/ο, η κυψελίδα (παραγωγής ρεύματος) 3. (устройство, прибор) το όργανο, η συσκευή, το σώμαсветочувствительный - το φωτοκύτταρο.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > элемент
-
8 азотистый
азот||истыйприл ἀζωτοῦχος:\азотистыйистая кислота νιτρῶδες ὀξύ; \азотистыйистые удобрения τά ἀζωτοῦχα χημικά λιπάσματα. -
9 мниеральный
мниеральн||ыйприл ὀρυκτός, μεταλλικός:\мниеральныйая вода τό μεταλλικό νερό· \мниеральныйые вещества οἱ μεταλλικές οὐσίες· \мниеральныйое масло τό ὀρυκτέλαιο[ν]· \мниеральныйые удобрения χά χημικά λιπάσματα. -
10 оружие
ору́ж||иес τό ὅπλο[ν] / собир. τά ὀπλα:огнестрельное \оружие τό πυροβόλο ὅπλο· холодное \оружие τά ἀγχέμαχα ὅπλα· атомное \оружие τό ἀτομικό ὅπλο· водородное \оружие τά ὑδρο-γονικά ὅπλα· химическое \оружие τά χημικά ὅπλα· браться за \оружие παίρνω τά ὀπλα призывать к \оружиеию καλῶ στά ὅπλα· сложить \оружие καταθέτω τά ὅπλα· бряцать \оружиеием κραδαίνω τά ὅπλα, φοβερίζω μέ τά ὅπλα· к \оружиеию! στά δ,πλα! -
11 травить
травить Iнесов1. (на охоте) κυνηγώ, θηρεύω·2. (уничтожать) ἐξοντώνω·3. перен καταδιώκω, κατατρέχω.травить IIнесов1. (делать потраву) καταστρέφω, προξενώ βλάβη·2. (металлы) κάνω χάραξη μέ χημικά μέσα, χαράσσω μέ ὁξύ.травить IIIнесов мор. λασκάρω, κα-λουμάρω. -
12 удобрение
удобрени||ес с.-х.1. (действие) ἡ λί-πανση [-ις]/ ἡ κόπριση [-ις], τό κόπρισμα γής (навозом)·2. (вещество) τό λίπασμα:азотные \удобрениея τα ἀζωτοῦχα λιπάσματα· минеральные \удобрениея τά ὁρυκτά λιπάσματα· химические \удобрениея τά χημικά λιπάσματα у -
13 химикалии
химикалиимн. τά χημικά προϊόντα, οἱ χημικές ὑλες. -
14 химический
хими́ческ||ийприл в разн. знач. χημικός:\химическийие соединения οἱ χημικές ἐνώσεις· \химическийая лаборатория τό χημεῖο[ν]· \химическийая бо́мба ἡ ἀσφυξιογόνα βόμβα· \химическийие удобрения τά χημικά λιπάσματα· \химический карандаш τό χημικό μολύβι. -
15 газовый
газовый 1επ.1. του αερίου, του φωταερίου•-ое освещение φωτισμός με φωταέριο•
газовый зевод εργοστάσιο (παραγωγής) αερίου, αεριοφωτοποιείο•
газовый рожок καυστήρας φωταερίου, μπέκ•
-ая плита γκαζοσυσκευή•
газовый счетчик γκαζομετρητής, ωρολόγι γκαζιού•
-ое отопление θέρμανση με φωταέριο.
2. χημικός•-ая воина χημικός πόλεμος.
εκφρ.- ая гангрена – χημικά εγκαύματα•- ая сварка – αυτογενής συγκόλληση, οξυγονοκόλληση•- ая резка – (για μέταλλα) κοπή με οξυγόνο η αυτογενής.газовый 2επ.από γάζα•-ое платье φόρεμα από γάζα.
-
16 искусственный
επ., βρ: -вен, -венна, -о1. τεχνητός•-ое волокно τεχνητές ίνες•
-ые зубы βαλτά δόντια•
-ое орошение τεχνητό πότισμα (άρδευση)•
искусственный шелк τεχνητό μετάξι.• -ые препятствия τεχνητά εμπόδια•
-ые волосы ξένα (ψεύτικα) μαλλιά•
-ое дыхание τεχνητή αναπνοή•
-ые удобрения χημικά λιπάσματα.
2. προσποιητός, επιτηδευμένος, επιτηδευτός, αφύσικος•искусственный смех προσποιητό γέλιο•
-ая улыбка προσποιητό χαμόγελο.
-
17 подкорм
-а α.1. θρέψιμο, τροφή, τάισμα. || πρόσθετη τροφή.2. φούσκισμα (με φυσικά ή χημικά λιπάσματα). -
18 простой
простой 1επ., βρ: прост, проста, просто, συγκρ. βαθμός «проще», υπερθ. βαθμός «простейший».1. απλός• εύκολος•-ое дело απλή υπόθεση•
-ая задача απλό (εύκολο) πρόβλημα•
- ое предложение (γραμμ.) απλή πρόταση•
химические -ые тела χημικά απλά σώματα•
-ое число μονοψήφιος αριθμός.
2. συνήθης, -σμένος.3. αφελής, αγαθός, απονήρευτος.4. χοντροειδής, ανεπεξέργαστος.5. παλ. μη ευγενικής καταγωγής, των κατώτερων κοινωνικών στρωμάτων•простой народ ο απλός λαός•
-ые люди απλοί άνθρωποι.
εκφρ.- ая бухгалтерия – απλός λογαριασμός•- ое письмо – απλή επιστολή(μη συστημένο κλπ.)•- ым глазом – με γυμνό μάτι(χωρίς οπτικό όργανο)•из -ых – από απλούς (ανθρώπους), από το λαό, λαϊκός.простой 2-я α.χασομέρι, σταμάτημα της εργασίας (όχι από υπαιτιότητα του εργάτη)•получать за простой πληρώνομαι για το χασομέρι.
-
19 удобрение
-я ουδ.1. λίπανση εδάφους, φούσκισμα•удобрение полей λίπανση των χωραφιών.
2. το λίπασμα, η φουσκή.εκφρ.органические -я – φυσικά λιπάσματα (φουσκή)•химические -я – χημικά λιπάσματα. -
20 химикалии
-ий πλθ. χημικές ύλες, χημικά προϊόντα.
См. также в других словарях:
καυστικές ουσίες ή καυστικά — Χημικά προϊόντα ικανά να καταστρέψουν –όταν έρθουν σε επαφή– τους ζωντανούς ιστούς, προκαλώντας σε αυτούς αισθητές τοπικές αλλοιώσεις. Στις κ.ο. περιλαμβάνονται προϊόντα που διαφέρουν μεταξύ τους ως προς τις χημικές τους ιδιότητες· από τα πιο… … Dictionary of Greek
ολιγοστοιχεία — Χημικά στοιχεία που βρίσκονται στους ζωντανούς οργανισμούς σε χαμηλές συγκεντρώσεις (συνήθως χιλιοστά τοις εκατό ή λιγότερο). Ο όρος χρησιμοποιείται ακόμα για να δηλώσει έναν αριθμό χημικών στοιχείων που περιέχονται σε διάφορα είδη εδαφών, σε… … Dictionary of Greek
εντομοκτόνα — Χημικά προϊόντα για την καταπολέμηση των βλαβερών εντόμων. Ανάλογα με τον τρόπο που δρουν πάνω στα έντομα, τα ε. διαιρούνται σε τέσσερις ομάδες. Στην πρώτη, περιλαμβάνονται στομαχικά δηλητήρια, τα οποία εισέρχονται στον οργανισμό από το στόμα και … Dictionary of Greek
μεταλλικά στοιχεία — Χημικά στοιχεία, τα οποία είναι ζωτικά για την καλή λειτουργία και ανάπτυξη του οργανισμού. Τα κύρια μ.σ., που χρειάζονται σε σχετικά μεγάλες ποσότητες, είναι το ασβέστιο, ο φώσφορος, το νάτριο, το κάλιο, το μαγνήσιο, το χλώριο και το θείο. Τα… … Dictionary of Greek
υπερουράνια στοιχεία — Χημικά στοιχεία με ατομικό αριθμό μεγαλύτερο του 92 (ο ατομικός αριθμός του ουράνιου), τα οποία κατέχουν τις θέσεις μετά το ουράνιο στο περιοδικό σύστημα των στοιχείων. Τα μέχρι σήμερα γνωστά ισότοπα των υπερουράνιων στοιχείων εμφανίζουν αστάθεια … Dictionary of Greek
χημεία — Η επιστήμη που μελετά τη σύσταση των ουσιών, τις αντιδράσεις τους και την παρασκευή τους. Παρότι ο ορισμός αυτός είναι ελλιπής ως προς τους σκοπούς της χ. είναι αρκετά πρόσφατος και απαιτήθηκαν αιώνες για να συμπληρωθεί. Η πολυπλοκότητα των… … Dictionary of Greek
βιογεωχημικοί κύκλοι — Διεργασίες επιστροφής των χημικών στοιχείων στα οικοσυστήματα μετά τον θάνατο των έμβιων οργανισμών. Αναγκαία προϋπόθεση για την ύπαρξη των οικοσυστημάτων και συνεπώς για την επιβίωση των οργανισμών είναι η εισαγωγή ενέργειας και η ύπαρξη των… … Dictionary of Greek
βιταμίνες — Ουσίες που βρίσκονται, σε πολύ μικρές ποσότητες, στις τροφές των ζώων και του ανθρώπου και είναι απαραίτητες για τη φυσιολογική ανάπτυξη και την υγεία τους. Παντελής ή μερική στέρηση μίας ή περισσότερων β. από το διαιτολόγιο προκαλεί παθολογικές… … Dictionary of Greek
αέριο — Σώμα σε κατάσταση τέτοια που δεν χαρακτηρίζεται ούτε από το σχήμα ούτε από τον όγκο του και αυτό οφείλεται στη σχεδόν πλήρη ελευθερία κίνησης των συστατικών σωματιδίων του και των σχετικά μεγάλων αποστάσεων μεταξύ τους. Η ύπαρξη χώρου μεταξύ των… … Dictionary of Greek
ιζηματογένεση — Γεωλογικό φαινόμενο που χαρακτηρίζεται από τη συσσώρευση βιογενούς ή κλαστικού υλικού, το οποίο προέρχεται από την καταστροφή πετρωμάτων που προϋπάρχουν (αποσάθρωση) και από τον σχηματισμό πετρωμάτων που ονομάζονται γι’ αυτό τον λόγο ιζηματογενή … Dictionary of Greek
πόλεμος — Ένοπλος αγώνας στον οποίο καταφεύγουν τα κράτη για να υπερασπίσουν τα δικαιώματα ή τα συμφέροντά τους, όταν τα ειρηνικά μέσα έχουν αποδειχτεί ανώφελα. Παρόμοια σύγκρουση μπορεί να γίνει και μεταξύ αντίθετων μερίδων του ίδιου λαού και τότε… … Dictionary of Greek