χηλοῦ δ' ἀπὸ πῶμ' ἀνέῳγεν

  • 1χηλός — ὁ, Α 1. μεγάλο ξύλινο κιβώτιο, σεντούκι για φύλαξη ενδυμάτων και σκευών, συνήθως διακοσμημένο (α. «χηλοῡ δ ἄπο πῶμ ἀνέῳγεν καλῆς, δαιδαλέης», Ομ. Ιλ. β. «χηλοῡ... καλεῑται δὲ παρὰ μὲν Λάκωσι κιβωτός, παρὰ δὲ Ἀττικοῑς λάρναξ», Σχόλ. Ιλ.) 2.… …

    Dictionary of Greek