χεῦμα
11μεγαλοχεύμων — μεγαλοχεύμων, ονος, ὁ, ἡ (Μ) (για ποταμούς) πολυχεύμων*. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο) * + χεύμων (< χεῦμα), πρβλ. βαθυ χεύμων, πολυ χεύμων] …
12μυροχεύμων — μυροχεύμων, ον (Μ) αυτός που διαχέει μύρο, αυτός που ευωδιάζει. [ΕΤΥΜΟΛ. < μύρον + χεύμων (< χεῦμα < χέω), πρβλ. βαθυ χεύμων] …
13πολυχεύματος — ον, Μ πολυχεύμων*. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + χεῦμα, ατος «ρεύμα»] …
14πολυχεύμων — ύχευμον, ΜΑ αυτός που ρέει άφθονα, πολύρρυτος («πολυχεύμων πηγή», Λιβάν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + χευμων (< χεῦμα «ρεύμα»), πρβλ. βαθυ χεύμων] …
15υγροχεύμων — ον, Μ αυτός που χύνει νερό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑγρός + χεύμων (< χεῦμα «ρεύμα» < χέω), πρβλ. βαθυ χεύμων, πολυ χεύμων] …
16χέω — και χεύω και επικ. τ. χείω ΜΑ (σχετικά με ρευστό) χύνω, αφήνω να ρεύσει, να τρέξει προς τα κάτω (μσν. αρχ.) (το μέσ.) χέομαι α) (για ένδυμα) πέφτω σχηματίζοντας πτυχές β) (για τον λόγο τού Θεού) εξαπλώνομαι, διαδίδομαι («τοῡ σωτηρίου λόγου… …
17χρεύμα — Α (κατά τον Ησύχ.) «ῥεῡμα, ὕδωρ». [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. με συμφυρμό από τις λ. χεῦμα και ῥεῦμα] …
18χευμάτων — χεῡμάτων , χεῦμα that which is poured neut gen pl …
19χεύμασι — χεύ̱μασι , χεῦμα that which is poured neut dat pl …
20χεύμασιν — χεύ̱μασιν , χεῦμα that which is poured neut dat pl …