χεῖλος
41φρόχειλο — το, Ν το χείλος, το στηθαίο φρέατος. [ΕΤΥΜΟΛ. < φρέαρ + χείλος, μέσω ενός τ. *φρεώχειλο] …
42χαλινός — ο, ΝΜΑ, και ετερκλ. τ. πληθ. χαλινά, τα, ΝΑ, και αιολ. τ. χάλιννος Α 1. τμήμα τής ιπποσκευής τοποθετούμενο στο κεφάλι τού αλόγου ή άλλου υποζυγίου, το οποίο αποτελείται από τις στομίδες, δηλαδή το υποστόμιο τής παραχαλινίδας και την στομίδα… …
43χείλι — το, Ν το χείλος. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. έχει σχηματιστεί από το όν. χεῖλος, μέσω ενός τ. πληθ. χείλη α (αντί χείλη) > χείλια, κατά το σχήμα μάτι: μάτια (πρβλ. στήθι < στήθη α < στήθος)] …
44χείλωμα — ώματος, το, ΝΑ το άκρο επιφάνειας ή αντικειμένου, που μοιάζει με χείλος και προεξέχει νεοελλ. τεχνολ. το διαμορφωμένο περίζωμα τών χειλέων μεταλλίου ή νομίσματος αρχ. κιβώτιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < χεῖλος + κατάλ. ωμα (πρβλ. πλεύρ ωμα: πλευρά)] …
45χειλάριον — τὸ, ΜΑ υποκορ. μικρό χείλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < χεῖλος + υποκορ. κατάλ. άριον (πρβλ. βιβλι άριον)] …
46χειλικός — ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο χείλος («χειλικές παθήσεις») 2. φρ. «χειλικοί φθόγγοι» γραμμ. οι φθόγοι π, β, φ και μπ, που προφέρονται με φραγμό τών χειλέων. [ΕΤΥΜΟΛ. < χείλος. Η λ. μαρτυρείται από το 1782 στον Αδ. Κοραή] …
47χειλοπήγαδο — το, Ν χείλος πηγαδιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < χείλος + πηγάδι] …
48χειλοπόταμον — τὸ, Μ χείλος, όχθη ποταμού. [ΕΤΥΜΟΛ. < χεῖλος + ποταμός] …
49χελύνη — (I) ἡ, Α 1. το χείλος («Ὅμηρος μὲν ἕρκος ὀδόντων τὰ χείλη καλεῑ, οἱ δὲ παλαιοὶ χελύνας», Πολυδ.) 2. η κάτω γνάθος, το σαγόνι («χελύνη τὰ περὶ τὰ χείλη μέρη τοῡ προσώπου οἱ δὲ ἀμαθεῑς χελύνιον», Φρύν.) 3. φρ. «ὑπ ὀργῆς τὴν χελύνην ἐσθίων»… …
50αστέρες — Ουράνια σώματα, που γίνονται ορατά από το φως που εκπέμπουν. Οι α., αντίθετα με τους πλανήτες που γίνονται ορατοί από το φως που ανακλούν, λέγονται και απλανείς, επειδή φαινομενικά μένουν ακίνητοι στον ουράνιο θόλο. Εξαιτίας της τεράστιας… …