χεῖλος

  • 31λαγωχειλία — (Ανατ.). Συγγενές ελάττωμα διάπλασης που χαρακτηρίζεται από κάθετη, συχνά έκκεντρη, σχισμή στο άνω χείλος του νεογνού. Διαβαθμίζεται από απλή αυλάκωση ή εντύπωμα πάνω στο χείλος έως πλήρη σχισμή, που εκτείνεται μέχρι τη ρινική κοιλότητα. Μπορεί… …

    Dictionary of Greek

  • 32λεπτόχειλος — η, ο (Α λεπτόχειλος, ον) αυτός που έχει λεπτά χείλη. [ΕΤΥΜΟΛ. < λεπτ(ο) * + χείλος (< χεῖλος)] …

    Dictionary of Greek

  • 33μυριόχειλος — μυριόχειλος, ον (Μ) αυτός που έχει αναρίθμητα χείλη. [ΕΤΥΜΟΛ. < μυρι(ο) * + χειλος (< χεῖλος)] …

    Dictionary of Greek

  • 34νεφρό — Όργανο που παράγει τα ούρα, με τα οποία αποβάλλεται το περισσευούμενο νερό, τα άλατα και τα άχρηστα προϊόντα του μεταβολισμού· εκτός από τη λειτουργία αυτή απέκκρισης το ν. παράγει ουσίες που συμβάλλουν στη ρύθμιση της αρτηριακής πίεσης και στην… …

    Dictionary of Greek

  • 35ορειβάσια — Η τέχνη της αναρρίχησης στα βουνά και κυρίως στις δυσπρόσιτες κορυφές. Η ο. εκτελείται συνήθως από ομάδες με τους κατάλληλους τεχνικούς τρόπους και τα απαραίτητα μέσα. Και στην Ελλάδα χρησιμοποιείται συχνά και ο διεθνής όρος αλπινισμός, από το… …

    Dictionary of Greek

  • 36ορειβασία — Η τέχνη της αναρρίχησης στα βουνά και κυρίως στις δυσπρόσιτες κορυφές. Η ο. εκτελείται συνήθως από ομάδες με τους κατάλληλους τεχνικούς τρόπους και τα απαραίτητα μέσα. Και στην Ελλάδα χρησιμοποιείται συχνά και ο διεθνής όρος αλπινισμός, από το… …

    Dictionary of Greek

  • 37πτερύγιο — το / πτερύγιον, ΝΜΑ [πτέρυξ, υγος] 1. καθετί που μοιάζει στο σχήμα με μικρό φτερό (α. «το πτερύγιο τού αφτιού» β. «ζυγὰ καὶ ἄζυγα πτερύγια ἰχθύων», Αριστοτ. γ. «ὅσα δὲ δοκεῑ πόδας ἔχειν... τούτοις νεῑ καὶ τοῑς πτερυγίοις», Αριστοτ.) 2. όργανο… …

    Dictionary of Greek

  • 38στένωμα — (Ιατρ.). Το στένεμα της ουρήθρας, του οισοφάγου ή του ουρητήρα. Όποια και αν είναι η ανατομική δομή που προσβάλλεται, το σ. αποτελεί συχνά μια παθολογική κατάσταση σημαντικής βαρύτητας και απαιτεί την έγκαιρη ιατρική αντιμετώπισή της. Τα αίτια… …

    Dictionary of Greek

  • 39στρεβλόχειλος — ον, Μ 1. αυτός που έχει στρεβλά, στραβά χείλη 2. μτφ. αυτός που διαστρέφει την αλήθεια. [ΕΤΥΜΟΛ. < στρεβλός + χεῖλος (πρβλ. παχύ χειλος)] …

    Dictionary of Greek

  • 40φοξίχειλος — ον, Α (για αγγείο) αυτός που έχει στενά χείλη. [ΕΤΥΜΟΛ. < φοξός «μυτερός, οξύς» + χεῖλος. Η μορφή τού τ. φοξίχειλος είναι δυσερμήνευτη και πιθ. η ορθή ανάγνωση τού τ. είναι φοξὴ χεῖλος] …

    Dictionary of Greek