χεῖλος

  • 21τρίχειλος — ον, Α (για πράγμ.) αυτός που έχει τρία χείλη. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * + χείλος (< χεῖλος), πρβλ. ἐννεά χειλος] …

    Dictionary of Greek

  • 22Μπενάκειο — Το Μπενάκειο Αρχαιολογικό Μουσείο στεγάζεται σε μια οικία που χτίστηκε το 1742 και είναι από τα πιο αξιόλογα ιστορικά κτίρια της Καλαμάτας (Παπάζογλου 6). Το κτίριο δωρήθηκε στην Αρχαιολογική Υπηρεσία από τον Αντώνιο Μπενάκη, ιδρυτή του ομώνυμου… …

    Dictionary of Greek

  • 23πινγκουικούλα — (pinguicula). Γένος πολυετών φυτών της οικογένειας των Λεντιβουλαριιδών της τάξης των προσωπανθών. Περιλαμβάνει γύρω στα 40 είδη, τρία από τα οποία φυτρώνουν και στην Ελλάδα. Είναι γνωστά και με την ονομασία «λιπαρόφυλλο», επειδή τα φύλλα του… …

    Dictionary of Greek

  • 24χείλει — χεί̱λει , χεῖλος lip neut nom/voc/acc dual (attic epic) χεί̱λεϊ , χεῖλος lip neut dat sg (epic ionic) χεί̱λει , χεῖλος lip neut dat sg …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 25Κρόνος — I Προελληνική θεότητα. Σύμφωνα με τη μυθολογία, ήταν ο νεότερος από τους Τιτάνες, γιος του Ουρανού και της Γαίας και πατέρας του Δία. Κατά τη Θεογονία του Ησίοδου, με προτροπή της Γαίας ευνούχισε τον πατέρα του και ανέλαβε ο ίδιος τη διακυβέρνηση …

    Dictionary of Greek

  • 26γένι — Παράλιος οικισμός (υψόμ. 20 μ., 105 κάτ.) της Λευκάδας. Βρίσκεται στο δυτικό τμήμα της χερσονήσου του νησιού, Δ του κόλπου του Βλυχού και Α του νησιού Σκορπιός. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ελλομένου του νομού Λευκάδος. Άποψη του οικισμού Γένι… …

    Dictionary of Greek

  • 27κνήμη — Το τμήμα του κάτω άκρου, δηλαδή του ποδιού, που περιλαμβάνεται μεταξύ των αρθρώσεων του γόνατος και της ποδοκνημικής· ανατομικά, διακρίνεται σε δύο μέρη: το εμπρός και το πίσω, που χωρίζονται μεταξύ τους από έναν υμένα που εκτείνεται μεταξύ… …

    Dictionary of Greek

  • 28κοψοχείλης — ο, θηλ. κοψοχείλα αυτός που έχει κομμένο το χείλος του. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοψ(ο) * + χείλης (< χείλος), πρβλ. σφιχτο χείλης, χοντρο χείλης] …

    Dictionary of Greek

  • 29κρατήρας — I (Αρχαιολ.). Αγγείο (κρατήρ) που χρησιμοποιούσαν οι Έλληνες από τους ομηρικούς χρόνους για να αναμειγνύουν το κρασί με νερό. Επρόκειτο κυρίως για δοχεία αρκετά μεγάλα με πλατύ στόμιο και λαβές. Παλαιότερα οι λαβές των κ. είχαν σχήμα ελίκων και… …

    Dictionary of Greek

  • 30λαγοχειλία — και λαγωχειλία, η σχετικά συχνή συγγενής παραμόρφωση κατά την οποία δεν πραγματοποιείται η σύγκλειση τής στοματορρινικής σχισμής τού εμβρύου τον πρώτο μήνα εμβρυϊκής ζωής, με αποτέλεσμα την παρουσία σχισμής στο άνω χείλος, κάτω από τον ένα ή και… …

    Dictionary of Greek