χερσόνησος

  • 41Херсониссос — Город Херсониссос Χερσόνησος …

    Википедия

  • 42Chersonesus Taurica — Χερσόνησος St Vladimir s Cathedral overlooks the extensive excavations of Chersonesus. Alternate name Корсунь Location Gagarin Raion, Sevastopol …

    Wikipedia

  • 43Πελοπόννησος — I Ιστορική και γεωγραφική περιοχή της Ελλάδας, η νοτιότερη και μεγαλύτερη χερσόνησος της χώρας και η νοτιότερη της Ευρώπης. Εκτείνεται μεταξύ των παραλλήλων 38° 20’ (ακρωτήριο Δρέπανο) και 36° 23’ (ακρωτήριο Ταίναρο) και των μεσημβρινών 210° 10’… …

    Dictionary of Greek

  • 44ακτή — Ζώνη ξηράς, που βρίσκεται στο όριο επαφής μεταξύ στεριάς και υδάτινων, ωκεάνιων ή θαλάσσιων μαζών. Οι α. δεν αποτελούν ένα γραμμικό όριο μεταξύ των δύο στοιχείων, αλλά τη ζώνη της αμοιβαίας επίδρασής τους και κυρίως του νερού πάνω στη στεριά… …

    Dictionary of Greek

  • 45καβούρι — I Παράλιος οικισμός (υψόμ. 5 μ., 45 κάτ.) του νομού Ηλείας. Βρίσκεται στο δυτικό άκρο του νομού, στην ακτή του όρμου του Κατάκολου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Πύργου. II Χερσόνησος της Αττικής, στον Σαρωνικό κόλπο, Δ της Βουλιαγμένης, στο… …

    Dictionary of Greek

  • 46μαλάκα — (Malacca). Χερσόνησος (μήκος 1.120 χλμ.) της Μαλαισίας. Πρόκειται για μια μακριά και στενή γλώσσα γης της νοτιοανατολικής Ασίας, που καταλαμβάνει έκταση περίπου 200.000 χλμ. Εκτείνεται ανάμεσα στη θάλασσα των Aνταμάν, στον κόλπο του Σιάμ… …

    Dictionary of Greek

  • 47μαλακά — (Malacca). Χερσόνησος (μήκος 1.120 χλμ.) της Μαλαισίας. Πρόκειται για μια μακριά και στενή γλώσσα γης της νοτιοανατολικής Ασίας, που καταλαμβάνει έκταση περίπου 200.000 χλμ. Εκτείνεται ανάμεσα στη θάλασσα των Aνταμάν, στον κόλπο του Σιάμ… …

    Dictionary of Greek

  • 48πειραϊκός — (I) ή, ό / πειραϊκός, ή, όν, ΝΑ [Πειραιάς] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Πειραιά (α. «Πειραϊκός Σύνδεσμος» β. «Σύλλας τὸ μεταξὺ τῆς Πειραϊκῆς πύλης καὶ τῆς ἱερᾱς κατασκάψας», Πλούτ.) νεοελλ. 1. αυτός που προέρχεται από τον Πειραιά 2. φρ. α)… …

    Dictionary of Greek

  • 49σιναϊτικός — ή, ό, Ν [σιναΐτης] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο Όρος Σινά («Σιναϊτική Χερσόνησος» η Χερσόνησος Σινά) 2. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη Μονή τού Σινά («σιναϊτικό μετόχιο») 3. φρ. α) «σιναϊτικός κώδικας» αρχαίο χειρόγραφο τής Αγίας… …

    Dictionary of Greek

  • 50χερσονήσιος — και χερρονήσιος, ησία, ον, Α [χερσόνησος / χερρόνησος] 1. αυτός που ανήκει ή που μοιάζει με χερσόνησο 2. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη Χερσόνησο τής Θράκης («ὅς τὴν ἀρίστην Χερσονησίαν πλάκα σπείρει», Ευρ.) 3. το ουδ. εν. ως ουσ. τὸ… …

    Dictionary of Greek