χερνῆτις
1χερνῆτις — a woman that spins for daily hire fem nom sg …
2χερνήτις — ήτιδος, ἡ, Α βλ. χερνής …
3χερνῆτιν — χερνῆτις a woman that spins for daily hire fem acc sg …
4χερνής — ῆτος, και χέρνης, ητος, και δωρ. τ. χερνάς, ᾱτος, ό, και τ. θηλ. χερνῆτις, ήτιδος, και χερνῆσσα, ήσσης, Α 1. αυτός που ζει από την εργασία τών χεριών του, χειρώνακτας, φτωχός (α. «γυνὴ χερνῆτις ἀληθής», Ομ. Ιλ. β. «οἱ χερνῆτες οὗτοι δ εἰσίν,… …
5χερνήτιδας — χερνή̱τιδας , χερνῆτις a woman that spins for daily hire fem acc pl …
6χερνήτιδες — χερνή̱τιδες , χερνῆτις a woman that spins for daily hire fem nom/voc pl …
7χερνήτιδι — χερνή̱τιδι , χερνῆτις a woman that spins for daily hire fem dat sg …
8χερνήτιδος — χερνή̱τιδος , χερνῆτις a woman that spins for daily hire fem gen sg …
9χερνήτισι — χερνή̱τισι , χερνῆτις a woman that spins for daily hire fem dat pl …