χερμάς

  • 11χερμάδ' — χερμάδα , χερμάς large pebble fem acc sg χερμάδι , χερμάς large pebble fem dat sg χερμάδε , χερμάς large pebble fem nom/voc/acc dual …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 12χέραδος — άδους και άδεος, τὸ, Α 1. άμμος με πέτρες και άλλες φερτές ύλες που κατεβάζουν τα ποτάμια («ἅλις χέραδος περιχεύας», Ομ. Ιλ.) 2. (κατά το Μέγα Ετυμολογικόν) «χέραδος... τὸ συναγόμενον ἐν τῇ ῥύσει τοῡ ποταμοῡ πλῆθος ἰλύος καὶ ὀστράκων καὶ λίθων».… …

    Dictionary of Greek

  • 13χέρμα — τὸ, Α 1. η επάνω πέτρα ελαιοτριβείου 2. (κατά τον Ησύχ.) «χέρμα, ποίημα, χάλιξ». [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. χερμάς] …

    Dictionary of Greek

  • 14χερμάδιον — τὸ, Α 1. μεγάλη πέτρα για ρίψη εναντίον αντιπάλου, λίθος για βολή (α. «χερμαδίῳ... βλῆτο παρὰ σφυρὸν ὀκριόεντι», Ομ. Ιλ. β. «ἀνδραχθέσι χερμαδίοισιν βάλλον», Ομ. Οδ.) 2. (κατά τον Ησύχ.) «χερμαδίῳ χειροπληθεῑ λίθῳ». [ΕΤΥΜΟΛ. < χερμάς, άδος. Η… …

    Dictionary of Greek

  • 15χερμάδιος — ον, ΜΑ [χερμάς, άδος] αυτός που έχει το σχήμα και το μέγεθος χερμαδίου, πέτρας που ρίχνεται εναντίον τού αντιπάλου (α. «μολυβδαίνας χερμαδίους», Λουκιαν. β. «χερμάδιος λίθος», Νείλ.) …

    Dictionary of Greek

  • 16χερμάζω — Α [χερμάς, άδος] καθαρίζω αγρό από τις πέτρες …

    Dictionary of Greek

  • 17χερμαδία — ἡ, Α χερμάδιον*, πέτρα που βάλλεται κατά τού αντιπάλου. [ΕΤΥΜΟΛ. < χερμάς, άδος. Ο τ. πιθ. πρέπει να διορθωθεί σε χερμάδια (τὰ), πληθ. τού ουδ. χερμάδιον] …

    Dictionary of Greek

  • 18χερματιστής — ὁ, Α (κατά τον Ησύχ.) «λίθος χειροπληθὴς καὶ δίσκος βακχεῑος». [ΕΤΥΜΟΛ. < χέρμα, ατος (βλ. και λ. χερμάς) + κατάλ. ιστής (< ρ. σε ίζω)] …

    Dictionary of Greek

  • 19gher-2 —     gher 2     English meaning: to stroke roughly, rub     Deutsche Übersetzung: “hart worũber streichen, reiben”     Note: compare also die extensions ghrēi , ghrēu , ghrem , ghren , as well as above grōd     Material: Gk. κέγχρος “millet,… …

    Proto-Indo-European etymological dictionary

  • 20grōd-, grǝd- —     grōd , grǝd     English meaning: hail     Deutsche Übersetzung: “Hagel”?     Material: Arm. karkut (with rearrangement from reduplicated *gagrōdo s. Meillet MSL. 10, 280) “hail”; Lat. grandō, inis f. “hail”; Lith. gruodas (Bal. Slav. *grōda ) …

    Proto-Indo-European etymological dictionary