χενόσιρις

  • 1χενόσιρις — ίριδος, ὁ, Α αιγυπτιακή ονομασία τού κισσού («καὶ παρ Αἰγυπτίοις λέγεται χενόσιρις ὁ κιττὸς ὀνομάζεσθαι, σημαίνοντος τοῡ ὀνόματος, ὥς φασι, φυτὸν Ὀσίριδος», Πλούτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < αιγυπτιακό h n ỉsr «φυτό τού Οσίριδος»] …

    Dictionary of Greek