χελύνιον
1χελύνιον — χελύ̱νιον , χελύνιον lip neut nom/voc/acc sg …
2χελύνιον — και χελύνειον, τὸ, ΜΑ [χελύνη (Ι)] 1. χελύνη, χείλος 2. σαγόνι, κάτω γνάθος 3. κομμάτι, κυρίως το στήθος, από το σφάγιο τής θυσίας 4. ο ουράνιος θόλος …
3χελύνειον — τὸ, Α βλ. χελύνιον …
4χελύνη — (I) ἡ, Α 1. το χείλος («Ὅμηρος μὲν ἕρκος ὀδόντων τὰ χείλη καλεῑ, οἱ δὲ παλαιοὶ χελύνας», Πολυδ.) 2. η κάτω γνάθος, το σαγόνι («χελύνη τὰ περὶ τὰ χείλη μέρη τοῡ προσώπου οἱ δὲ ἀμαθεῑς χελύνιον», Φρύν.) 3. φρ. «ὑπ ὀργῆς τὴν χελύνην ἐσθίων»… …
5χελυνίου — χελῡνίου , χελύνιον lip neut gen sg …
6χελυνίων — χελῡνίων , χελύνιον lip neut gen pl …
7χελυνίῳ — χελῡνίῳ , χελύνιον lip neut dat sg …
8χελύνια — χελύ̱νια , χελύνιον lip neut nom/voc/acc pl …