χειρῶναξ
1χειρῶναξ — masc nom/voc sg …
2χειρώναξ — ώνακτος, ὁ, Α βλ. χειρώνακτας …
3VANNUS — an quod vana, id est, levia volant: an a βἀλλειν i. e. iactatione, in sacris olim Bacchi adhibita, mystice denotabat, ut Vannô repugatur triticum ab aceribus ac retrimentis, ita Iacchi sacris mundari animam ab omni crimine anteacto. Unde Virg. l …
4άναξ — (anax). Επιστημονική ονομασία γένους οδοντογνάθων εντόμων της οικογένειας των λιβελλιδών. Τα έντομα αυτά βρίσκονται σε όλους τους τόπους όπου υπάρχουν στάσιμα γλυκά νερά. Γνωστά είναι γύρω στα δώδεκα είδη, από τα οποία τα τρία ζουν στην Ευρώπη.… …
5χειρ — η / χείρ, χειρός, ΝΜΑ, και χείρα Ν, και αιολ. τ. χήρ Α 1. το χέρι 2. (ιδίως) το άκρο χέρι 3. συνεκδ. το άτομο τού οποίου το χέρι έκανε κάτι (α. «χειρ Χριστόδουλου Καλλέργη» ο εικονογράφος Χριστόδουλος Καλλέργης β. «χειρ δ ὁρᾷ τὸ δράσιμον», Αισχύλ …
6χειρωνάκτης — ὁ, Α ο χειρώνακτας. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τού χειρῶναξ, ακτος, σχηματισμένος κατά τη θεματική κλίση] …
7χειρωνάξιον — τὸ, Α [χειρῶναξ] φόρος επιτηδεύματος για χειρώνακτες …
8χειρωνακτικός — ή, ό / χειρωνακτικός, ή, όν, ΝΜΑ [χειρῶναξ, ακτος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον χειρώνακτα ή στη δουλειά του (α. «χειρωνακτική εργασία» β. «γένη... τὸ βάναυσον καὶ χειρωνακτικόν», Ευστ. γ. «τοὺς χειρωνακτικοὺς ἀπέλθωμεν καὶ βάναυσους», Πλάτ …
9χειρωνακτώ — έω, Α [χειρῶναξ, ακτος] είμαι χειρώνακτας …
10χειρωναξία — και ιων. τ. χειρωναξίη, ἡ, Α [χειρῶναξ] η χειρωνακτική εργασία …
- 1
- 2