χειρο-ποίητος

  • 1θεοποίητος — θεοποίητος, ον (AM) ο πλασμένος από θεό. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + ποιητος (< ποιώ), πρβλ. πατρο ποίητος, χειρο ποίητος] …

    Dictionary of Greek

  • 2ιπποποίητος — ἱπποποίητος, ον (Α) αυτός που προξενήθηκε από άλογο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππό) * + ποίητος (< ποιῶ), πρβλ. βου ποίητος, χειρο ποίητος] …

    Dictionary of Greek