χειρουργός
1χειρουργός — working masc/fem nom sg …
2χειρουργός — ο, η / χειρουργός, όν, ΝΜΑ, και κν. τ. χειρούργος Ν γιατρός που κάνει χειρουργικές επεμβάσεις αρχ. αυτός που ασκεί μια τέχνη, που κατασκευάζει ή διακοσμεί κάτι με τα χέρια του. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. χειρουργός < χειρ(ο) * + ουργός (< ἔργον*), πρβλ …
3χειρούργος — ο αυτός που κάνει τις εγχειρήσεις: Διάλεξε τον καλύτερο χειρούργο …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4χειρουργόν — χειρουργός working masc/fem acc sg χειρουργός working neut nom/voc/acc sg …
5χειρουργοί — χειρουργός working masc/fem nom/voc pl …
6χειρουργούς — χειρουργός working masc/fem acc pl …
7χειρουργῷ — χειρουργός working masc/fem/neut dat sg …
8ασηψία — Η πλήρης απουσία παθογόνων μικροβίων και σαπροφύτων. Η α. αποτελεί αρκετά πρόσφατη κατάκτηση της ιατρικής και κυρίως της χειρουργικής. Οι πρώτες προσπάθειες ανάγονται στις αρχές του 19ου αι. και απέβλεπαν στην καταστροφή με διάφορες χημικές ή… …
9Αντωνίου — Επώνυμο αγωνιστών του 1821. 1. Ανδρέας. Γεννήθηκε στα Βρίουλα (Βουρλάς) της Σμύρνης. Πολέμησε από την αρχή έως το τέλος του Αγώνα πρώτα στην Πελοπόννησο και, αργότερα, σε όλες τις μάχες που έδωσε η Ιωνική φάλαγγα, στην οποία έγινε αξιωματικός το… …
10Γερουλάνος, Μαρίνος — (Πάτρα 1867 – Αθήνα 1960). Χειρουργός, καθηγητής πανεπιστημίου και ακαδημαϊκός. Σπούδασε στο πανεπιστήμιο του Μονάχου. Τον χρόνο της αποφοίτησής του (1892) έλαβε τον τίτλο του διδάκτορα με τη διατριβή Περί των μεταστάσεων κακοηθών νεοπλασιών εν… …