χειροτέχνης
1χειροτέχνης — handicraftsman masc nom sg χειροτεχνέω to be a imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) …
2χειροτέχνης — ο, ΝΜΑ αυτός που κατασκευάζει χειροτεχνήματα, που φιλοτεχνεί έργα με το χέρι αρχ. 1. τεχνίτης, χειρώνακτας, σε αντιδιαστολή προς τον αρχιτέκτονα, τον πολιτικό, τον φιλόσοφο 2. δούλος ο οποίος με την εργασία του απέφερε εισόδημα στον κύριό του 3.… …
3χειροτέχνης — ο αυτός που κατασκευάζει χειροτεχνήματα …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4χειροτέχναι — χειροτέχνης handicraftsman masc nom/voc pl χειροτέχνᾱͅ , χειροτέχνης handicraftsman masc dat sg (doric aeolic) …
5χειροτεχνῶν — χειροτέχνης handicraftsman masc gen pl χειροτεχνέω to be a pres part act masc nom sg (attic epic doric) …
6χειροτέχναις — χειροτέχνης handicraftsman masc dat pl …
7χειροτέχνην — χειροτέχνης handicraftsman masc acc sg (attic epic ionic) …
8χειροτέχνου — χειροτέχνης handicraftsman masc gen sg …
9χειροτέχνῃ — χειροτέχνης handicraftsman masc dat sg (attic epic ionic) …
10χειροτεχνάριος — ὁ, Μ ο χειροτέχνης, ο χειρώνακτας. [ΕΤΥΜΟΛ. < χειροτέχνης + κατάλ. άριος (πρβλ. λεγεων άριος)] …