χειμῶνες ἐκχωροῦσιν εὐκάρπῳ ϑέρει

  • 1νιφοστιβής — νιφοστιβής, ές (Α) (ποιητ. τ.) (για τόπο ή χρόνο) αυτός στον οποίο βαδίζει κανείς σε χιόνι, χιονοβάδιστος, γεμάτος χιόνια («τοῡτο μὲν νιφοστιβεῑς χειμῶνες ἐκχωροῡσιν εὐκάρπῳ θέρει», Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < νίφα + στιβής (< στίβος), πρβλ. χιονο… …

    Dictionary of Greek