-
1 χειμώνας
[химонас] ουσ. а зимаΛεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > χειμώνας
-
2 зима
-
3 зима
-
4 наступать
наступать Iнесов1. πατώ:\наступать кому-л. на ногу πατώ τό πόδι κάποιου·2. воен. ἐπιτίθεμαι (тж. перен), προελαύνω· (с просьбами, требованиями) ρίχνομαι μέ παρακάλιαнаступ||ать IIнесов (наставать) ἐπέρχομαι, ἀρχίζω:\наступатьа́ет зима Ερχεται ὁ χειμώνας, μπαίνει ὁ χειμώνας· \наступатьает улучшение ἐπέρχεται βελτίωση, σημειώνεται βελτίωση [-ις]· \наступатьает молчание γίνεται σιωπή. -
5 долгий
долг||ийприл1. μακρύς, μακρός:\долгийое молчание ἡ μακρά σιωπή· \долгийая жизнь ἡ μακρόχρονη ζωή· \долгийая зима ὁ μεγάλος χειμώνας· \долгийое время γιά πολύ καιρό, ἐπί πολύ·2. лингв.:\долгий гласный τό μακρόν φωνήεν \долгий слог ἡ μακρά συλλαβή· ◊ откладывать дело в \долгий ящик разг ἀναβάλλω κάποια ὑπόθεση ἐπ' ἀπειρον (или ἐπ' ἀόριστον)· это \долгийая песия разг εἶναι βαρετή ὑπόθεση. -
6 мягкий
мягк||ийприл1. μαλακός, τρυφερός:\мягкий хлеб τό μαλακό ψωμί· \мягкийое мясо τό τρυφερό κρέας· \мягкийое кресло ἡ πολυθρόνα·2. (о человеке, характере) πράος, ήπιος·3. (лишенный резкости) ἀπαλός, ήπιος:\мягкий свет τό ἀπαλό φῶς· \мягкий голос ἡ ἀπαλή φωνή·4. (о погоде и т. ἡ.) μαλακός, ήπιος:\мягкийая зима ὁ μαλακός χειμώνας· \мягкий климат τό ήπιο κλίμα·5. (нестрогий) ἐλαφρός:\мягкийое наказание ἡ ἐλαφριά ποινή ◊ сказать в \мягкийой форме λέγω σέ ήπιο τόνο (или μέ μαλακό τρόπο)· \мягкийая вода τό γλυκό νερό· \мягкийая мебель ντιβάνια καί πολυθρόνες. -
7 нынешний
ныне||шнийприл разг σημερινός, τωρινός, ὁ φετεινός:\нынешнийшнее положение ἡ σημερινή κατάσταση· в \нынешнийшнем году́ τό τρέχον ἔτος, ἐφέτος· \нынешнийшняя зима ὁ φετεινός χειμώνας. -
8 пора
пор||а I ж1. ὁ χρόνος, ὁ καιρός, ἡ ὠρα, ἡ ἐποχή:летняя \пора τό καλοκαίρι· зимняя \пора ὁ χειμώνας· весенняя \пора ἡ ἄνοιξη· осенияя \пора τό φθινόπωρο· вече́рней \пораой τό βράδυ· в дневную пору τήν ήμερα· \пора жа́твы ἡ ἐποχή τοῦ θερισμοῦ· \пора сбора винограда ὁ καιρός τοῦ τρυγητοὔ· пришла́ \пора ήλθε ὁ καιρός, ἔφθασε ἡ ὠρα·2. предик безл καιρός εἶναι, εἶναι ὠρα:\пора идтн καιρός εἶναι νά πάμε· давно́ \пора εἶναι πρό πολλοὔ καιρός· не \пора ли? δέν εἶναι καιρός;· ◊ на первых \пораа́х τόν πρώτο καιρό, στήν ἀρχή· до \пораы до времени γιά μιαν ὠρισμένη περίοδο· до каких пор? ὡς πότε;, ἔως πότε;· с каких пор? ἀπό ποῦ κι ὡς ποῦ;, ἀπό πότε;· с э́тнх пор а) ἀπό τώρα, б) ἀπό σήμερα (о будущем)· с некоторых пор ἐδώ καί λἰγον καιρό· с той \пораы ἀπό τότε· с тех пор ἀπό τότε, ἔκτοτε· с давних пор πρό πολλοῦ, ἀπό πολύ παλιἄ до сих пор а) Εως τώρα, ὡς τά τώρα (о времени), δ) ὡς ἐδώ, ἰσαμεδώ (о месте)· до тех пор ὀσότου, ίως δτοα, μέχρις ὅτου· в ту \порау τότε, ἐκείνη τήν ἐποχή· в самую пору ἀκριβώς στήν ῶρα, ἔγκαιρα.пора II ж ὁ πόρος. -
9 прошлый
прошл||ыйприл παρελθών, περασμένος:\прошлыйые события τα περασμένα γεγονότα· в \прошлыйом году́ τόν περασμένο χρόνο, πέρυσι· \прошлыйым летом (зимой) τό περασμένο καλοκαίρι (χειμώνας)· Дело \прошлыйое περασμένα ξεχασμένα. -
10 ранний
ранн||ийприл1. (рано наступивший) πρόωρος, πρώιμος:\раннийяя зима ὁ πρόωρος χειμώνας· \раннийяя старость τό πρόωρον γήρας· \ранний сев ἡ πρώιμη σπορά· \раннийие овощи τά πρώιμα λαχανικά, τά πρωϊμάδια, τά πρωτολούβιά2. (о времени):с \раннийнх лет ἀπ' τά μικρά χρόνια· с \раннийего утра σύν-ταχα, πολύ πρωί· \раннийим у́тром, в \ранний час (ἐ)νωρίς, πολύ πρωί·3. перен (о начальном периоде) πρώτος:\раннийие рассказы Толстого τά πρώτα διηγήματα τοῦ Τολστόϊ· ◊ из молодых да \ранний μικρός ἀλλα πονηρός. -
11 снежный
снежн||ыйприл τοῦ χιονιοῦ, ἀπό χιόνι, χιονάτος/ χιονοσκέπαστος, χιονισμένος (покрытый снегом):\снежный покров στρώμα χιόνι· \снежный сугроб ἡ χιονοστιβάδα [-άς]· \снежныйые зано́сы οἱ χιονοστιβάδες· \снежныйая зима́ χειμώνας μέ πολύ χιόνι· \снежныйая погода ὁ χιονιάς, ὁ χιονώδης καιρός. -
12 зима
[ζιμά] ουσ. Θ. χειμώνας -
13 зима
[ζιμά] ουσ θ χειμώνας -
14 бесснежный
επ.άχρονος•-ая зима άχιονος χειμώνας.
-
15 близиться
-ится, ρ.δ.πλησιάζω, σιμώνω, ζυγώνω, κοντεύω•-ится зима σιμώνει ο χειμώνας•
-ится дождь έρχεται η βροχή.
-
16 время
-мени, πλθ. времена, -мен, -менам ουδ.1. χρόνος, χρονικό διάστημα (αιώνας, έτος, ώρες κλπ.). || ώρα•московское время ώρα Μόσχας•
время обеда ώρα φαγητού•
сколько -ни? πόσο εθν’ η ώρα; τι ώρα είναι; || καιρός, χρόνος•
время идет ο καιρός κυλάει, τρέχει, φεύγει•
в последнее время он пьет τελευταύα αυτός πίνει..- летит ο καιρός πετά (φεύγει)•
время не вдет ο καιρός δεν περιμένει•
долгое время πολύ καιρό, επί μακρόν χρόνον•
в настоящее время τώρα,στον ενεστώτα (παρόντα) χρόνο•
потерянное время ο καιρός που πάει χαμένος•
мне время дорого για μένα ο χρόνος είναι ακριβός•
не теряйте -ни даром μή χάνετε τον καιρό μάταια•
выиграть время κερδίζω χρόνο•
провести время περνώ τον καιρό•
время покажет ο χρόνος θα δείξει•
время работает на нас ο καιρός δουλεύει για μας (προς όφελος μας)•
в любое время οποτεδήποτε, οποιαδήποτε ώρα•
новые -на νέοι καιροί•
во время войны τον καιρό του πολέμου•
на некоторое время για λίγο καιρό•
свободное время ο ελεύθερος χρόνος.
2. η καιρική κατάσταση, ο καιρός•ненастное время ο συννεφιασμένος καιρός•
довдливое время βροχερός καιρός•
зимнее время χειμώνας-καιρός.
3. εποχή•с непамятных -ен από αμνημονεύτους χρόνους•
-на года οι εποχές του έτους.
4. (φιλοσ.) ο χρόνος•пространство и время - основные формы бытия ο χώρος και ο χρόνος είναι οι βασικές μορφές της ύλης.
5. (γραμμ.) χρόνος•настоящее время ο ενεστώτας χρόνος•
будущее время μέλλοντας χρόνος•
прошедшее время παρελθονταςχρόνος.
εκφρ.во время оно – παλ. κάποτε•во все –на – για πάντα, για πάντοτε, παντοτινά•в первое время – κατ’ αρχήν, στην αρχή, αρχικά•в свое - – α) κάποτε στον καιρό του (στο παρελθόν), β) έγκαιρα (όταν χρειάζεται)•в скором -ни – πολύ σύντομα, γρήγορα•до -ни ή до поры до –ни – παλ. για την ώρα, ως ένα χρονικό διάστημα, ώσπου να έρθει ο καιρός, η περίσταση•до сего -ни – μέχρι τώρα, μέχρι αυτή τη στιγμή•ко -ни – έγκαιρα, στην προθεσμία•на время – προσωρινά•со -ем – με τον καιρό•все время – όλη την ώρα, συνεχώς, ακατάπαυστα, διηνεκώς•одно время – σε λίγο (χρόνο), εντός ολίγου•раньше -ни – πρόωρα, νωρίς•самое время – (απλ.) η καταλληλότερη ώρα, στιγμή•тем -ем – εν τω μεταξύ, στο αναμεταξύ, κατά το διάστημα αυτό•от -ни ή от -ни до -ни ή по -нам – κάποτε, πότε-πότε, κάπου-κάπου, που και που, από καιρό σε καιρό, κατά καιρούς, ενίοτε•в то время как... – ενώ, καθ’ όν χρόνον, αν και, μολονότι, μ’ όλο που•с течением -ни – με τον καιρό, με την πάροδο τουχρόνου. -
17 жестокий
επ., βρ: -ток, -а, -о; жесточайший.1. σκληρός, ανελέητος, άσπλαχνος, αλύπητος• απάνθρωπος•-ое обращение с пленными σκληρή μεταχείριση των αιχμαλώτων жестокий ροκ αδυσώπητη μοίρα.
2. δυνατός, δριμύς•-ая обида κόλαφος, μεγάλη προσβολή•
-ая стужа τσουχτερό κρύο•
-ая зима βαρύς χειμώνας•
жестокий ветер σφοδρός άνεμος.
|| αυστηρός•-ие законы αυστηροί νόμοι.
|| δεινός, επίμονος, ανένδοτος• σθεναρός•-ая борьба δεινός αγώνας•
-ие бой σκληρές μάχες•
-ое сопротивление σθεναρή αντίσταση.
-
18 к
κ. ко (πρόθεση με δοτ. πτ.).1. (σημαίνει κατεύθυνση, κίνηση κατευθυντήρια)• προς, για, στον, στην, στο κ.τ.τ. иду к брату πηγαίνω στον αδερφό•приблизиться к реке πλησιάζω στο ποτάμι•
обратитесь к директору απευθυνθήτε στο διευθυντή•
воззвание ко всем трудящимся έκκληση προς όλους τους εργαζόμενους•
зима подходит к концу ο χειμώνας κοντεύει να βγει.
2. (για χρόνο)• κατά, περίπου, γύρω, κοντά•к утру больной почувствовал себя лучше κατά το πρωί ο άρρωστος αισθάνθηκε τον. εαυτό του καλύτερα•
приходите к 9 часам ελάτε κατά τις 9 η ώρα•
к вечеру κατά το βράδυ.
3. (προορισμό, σκοπό) για, δια•подарок к дню рождения δώρο για τα γενέθλια•
игрушки к ёлке παιγνίδια για το πρωτοχρονιάτικο δέντρο•
принять, к сведению παίρνω υπ όψη•
принять к исполнению παίρνω για εκτέλεση•
запонка к воротнику κουμπί για γιακά.
4. (για στερέωση, ένωση, πρόσθεση κλπ.) στον, στην, στο•приклеить к стене κολλώ στον τοίχο•
к пяти прибавить три στο πέντε προσθέτω τρία.
5. ως προς, σχετικά προς• προς•он расположен ко мне αυτός είναι καλοδιαθε-τημένος προς εμένα•
любовь к детям αγάπ,η προς τα παιδιά.
6. με•лицом к лицу πρόσωπο με πρόσωπο•
носом к носу μύτη με μύτη•
плечо к плечу ή плечом к плечу πλάτη με πλάτη (πλάι-πλάι ή μονιασμένα).
7. (για κατηγορία, ομάδα, επάγγελμα κλπ.) στον, στην, στον απο•он принадлежит к крупным капиталистам αυτός είναι από τους μεγάλους καπιταλιστές.
8. σε•к нам пришли гости (σε) μας ήρθαν μουσαφίρηδες.
9. (παρότρυνση, τρόπο) προς, για•вперёд! к победе εμπρός! για τη νίκη.
10. (για επικεφαλίδα) επί για, προς•к столетию А.С. Пушкина για τα εκατοντάχρονα του Α.Σ. Πούσκιν.
11. (άλλες επί μέρους σημασίες)•к несчастью δυστυχώς•
к счастью ευτυχώς•
к сожалению προς λύπη (δυστυχώς)•
к тому же επί πλέον, κι ακόμα•
к лучшему προς το καλύτερο•
к худшему προς το χειρότερο•
к моему стыду για ντροπή μου•
к моему удовлетворению προς ικανοποίηση μου.
-
19 лечь
лягу, ляжешь, лягут; παρλθ. χρ. лг, легла-ло, προστκ. ляг ρ.σ.1. ξαπλώνω,πλαγιάζω κατακλίνομαι•лечь на диван ξαπλώνω στο ντιβάνι.
|| πεθαίνω. || πέφτω στη μάχη, σκοτώνομαι.2. εκτείνομαι καλύπτω, σκεπάζω. || αρχίζω, έρχομαι•на днях -ет зима αυτές τις μέρες θ αρχίσει ο χειμώνας.
3. πέφτω, κάθομαι•платье -ло хорошо на тело το φόρεμα κάθησε καλά στο σώμα.
4. παίρνω κατεύθυνση (για πλοίο, αεροπλάνο).5. μτφ. φέρω, πέφτω, έχω•ответственность -ет на вас την ευθύνη θα την φέρετε εσείς•
могут лечь на меня подозрения μπορεί να με υποψιαστούν.
6. μτφ. σε συνδυασμό με τις λέξεις•на душу, на сердце, на совесть σημαίνει: βαρύνω, τύπτω, τρώγω, κατατρύχω, καταπονώ, ενοχλώ.
-
20 метелистый
επ., βρ: -лист, -а, -оχιονοθυελλώδης•-ая зима χειμώνας με πολλές χιονοθύελλες.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
χειμώνας — ο / χειμών, ῶνος, ΝΜΑ 1. (αστρον. μετεωρ.) η ψυχρότερη εποχή τού έτους, η οποία ακολουθεί την εποχή τού φθινοπώρου και προηγείται τής εποχής τής άνοιξης 2. (κατ επέκτ.) πολύ ψυχρός, θυελλώδης καιρός, βαρυχειμωνιά 3. μτφ. τα γηρατειά αρχ. 1. μτφ.… … Dictionary of Greek
χειμώνας — ο 1. η ψυχρότερη εποχή του έτους που έρχεται μετά το φθινόπωρο. 2. ψυχρός καιρός, βαρυχειμωνιά: Είχε πολύ χειμώνα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
χειμῶνας — χειμών winter masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Χειμώνας, Νικόλαος — (Ευπατορία, Κριμαίας 1866 – Σκύρος 1929). Ζωγράφος. Σπούδασε στην Ακαδημία Καλών Τεχνών της Πετρούπολης (1890 94). Το 1902 τέλεσε τους γάμους του με τη Ρωσίδα πριγκίπισσα Όλγα Αλεξέγιεβνα Ντόμπροβ, που τον ακολούθησε στην Ελλάδα το 1920. Ο X.,… … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… … Dictionary of Greek
θέρος — (I) ο 1. ο θερισμός 2. η εποχή τού θερισμού 3. παροιμ. «θέρος, τρύγος, πόλεμος» λέγεται για κάτι που δεν επιδέχεται αναβολή. [ΕΤΥΜΟΛ. < θέρος, το με μεταβολή γένους]. (II) το (ΑΜ θέρος) μια από τις τέσσερεις εποχές τού χρόνου, η πιο ζεστή από… … Dictionary of Greek
χείμα — είματος, τὸ, Α (ποιητ. τ.) 1. χειμώνας 2. χειμερινός καιρός, κρύο, παγωνιά 3. θύελλα, καταιγίδα 4. (η αιτ. ως επίρρ.) χεῑμα χρον. κατά τη διάρκεια τού χειμώνα. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. χειμώνας] … Dictionary of Greek
χειμερίζω — Α 1. περνώ τον χειμώνα σε έναν τόπο, ξεχειμωνιάζω 2. (ως τριτοπρόσ.) χειμερίζει έρχεται ο χειμώνας, χειμωνιάζει. [ΕΤΥΜΟΛ. < χεῖμα /χειμών (για τη μορφή τού θ. βλ. λ. χειμώνας)] … Dictionary of Greek
χειμωνιά — η, Ν 1. χειμώνας 2. κακοκαιρία. [ΕΤΥΜΟΛ. < χειμώνας + κατάλ. ιά (πρβλ. καλοκαιρ ιά)] … Dictionary of Greek
χειμωνιάζω — Ν [χειμώνας] 1. (για καιρό) χαλώ, χειροτερεύω 2. (ως τριτοπρόσ.) χειμωνιάζει αρχίζει ο χειμώνας 3. μτφ. κατσουφιάζω, αγριεύω … Dictionary of Greek