χείμαρρος
1Χείμαρρος — winter flowing masc nom sg …
2χείμαρρος — winter flowing masc/fem nom sg χειμάρρους masc/fem nom sg …
3χείμαρρος — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 50 μ.) του νομού Σερρών. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (25 τ. χλμ.). * * * ο / χείμαρρος, ον, ΝΜΑ, και τ. χειμάρρους, ουν και ασυναίρ. οος, οον, Α το αρσ. ως ουσ. 1. ορμητικό και ακανόνιστο ρεύμα νερού που σχηματίζεται… …
4χείμαρρος — ο 1. ορμητικό ρεύμα νερού που σχηματίζεται από τις βροχές. 2. η κοίτη ενός τέτοιου ρεύματος, το ξεροπόταμο. 3. καθετί ορμητικό και ακατάσχετο: Όταν μιλάει είναι χείμαρρος …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
5χείμαρρον — χείμαρρος winter flowing masc/fem acc sg χείμαρρος winter flowing neut nom/voc/acc sg χειμάρρους masc/fem acc sg χειμάρρους neut nom/voc/acc sg …
6Χειμάρροις — Χείμαρρος winter flowing masc dat pl …
7χειμάρροις — χείμαρρος winter flowing masc/fem/neut dat pl χειμάρρους masc/fem/neut dat pl χειμάρρους masc/fem/neut dat pl …
8Χειμάρρου — Χείμαρρος winter flowing masc gen sg …
9χειμάρρου — χείμαρρος winter flowing masc/fem/neut gen sg χειμάρρους masc/fem/neut gen sg χειμάρρους masc/fem/neut gen sg …
10Χειμάρρους — Χείμαρρος winter flowing masc acc pl …