χείμαρρος

  • 61χαράδρα — I Oνομασία αρχαίων ελληνικών πόλεων. 1. Πόλη της Μεσσηνίας, που την ίδρυσε ο Πέλοπας (Πέλωψ). 2. Πόλη της αρχαίας Φωκίδας, χτισμένη σε απόκρημνο λόφο κοντά στη σημερινή Σουβάλα. Την εποχή των Μηδικών πολέμων καταστράφηκε από τον Ξέρξη, αλλά… …

    Dictionary of Greek

  • 62χειμαρριαίος — αία, ον, Μ αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε χείμαρρο ή προέρχεται από χείμαρρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < χειμάρρους / χείμαρρος + κατάλ. ιαῖος*] …

    Dictionary of Greek

  • 63χειμαρρικός — ή, ό, Ν [χείμαρρος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον χείμαρρο («χειμαρρικά φαινόμενα») …

    Dictionary of Greek

  • 64χειμαρρογενής — ές, Ν αυτός που προκλήθηκε από χείμαρρο («χειμαρρογενείς διαβρώσεις»). [ΕΤΥΜΟΛ. < χείμαρρος + γενής (< γένος < γίγνομαι), πρβλ. ιζηματο γενής. Η λ. μαρτυρείται από το 1882 στον Ανδ. Κορδέλλα] …

    Dictionary of Greek

  • 65χειμαρροειδής — ές, Μ όμοιος με χείμαρρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < χειμάρρους / χείμαρρος + ειδής*] …

    Dictionary of Greek

  • 66χλήδος — και χληδός, ὁ, Α λάσπη με σκουπίδια που παρασύρει και κατεβάζει ποταμός ή χείμαρρος («τὸν χλῆδον ἐκβαλὼν εἰς τὴν ὁδόν», Δημοσθ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. λ., η οποία συνδέεται πιθ. με τον τ. χλέος, που εμφανίζει την ίδια σημ. και το ίδιο… …

    Dictionary of Greek

  • 67Αποσελέμης — Μεγάλος χείμαρρος της Κρήτης που πηγάζει από τα όρη της Δίκτης και εκβάλλει στο Κρητικό πέλαγος, κοντά στο χωριό Γούβες του νομού Ηρακλείο. Στην περιοχή του ποταμού έγινε το 1272 μάχη ανάμεσα στους Βενετούς και τους Χορτάτζες και το 1827 οι… …

    Dictionary of Greek

  • 68Αττική — I Ιστορική, διοικητική και γεωγραφική περιοχή (3.808 τ. χλμ., 3.761.810 κάτ.), το νοτιοανατολικό άκρο της Στερεάς Ελλάδας, από την οποία τη χωρίζουν ο Κιθαιρώνας (1.409 μ.) και η Πάρνηθα (1.413 μ.). Από τη γραμμή αυτή των δύο βουνών (μήκους 40… …

    Dictionary of Greek

  • 69Γκάρμπο, Γκρέτα — (Greta Garbo, Στοκχόλμη 1905 – Νέα Υόρκη 1990). Καλλιτεχνικό ψευδώνυμο της Σουηδέζας ηθοποιού του κινηματογράφου Γκρέτα Γκούσταφσον (Greta Gustafsson).Εργάστηκε αρχικά σε κομμωτήριο και έπειτα ως μαθητευόμενη στα μεγάλα καταστήματα PUB, όπου της… …

    Dictionary of Greek

  • 70Ελαιών, όρος — Βουνό που αναφέρεται πολλές φορές στα βιβλία της Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης. Βρίσκεται κοντά στα Ιεροσόλυμα, από τα οποία χωρίζεται με την κοιλάδα του Ιωσαφάτ, στην οποία ρέει ο χείμαρρος των Κέδρων. Στα αρχαία χρόνια η τοποθεσία ήταν γεμάτη …

    Dictionary of Greek