χείμαρρος

  • 51ξεριάς — Πεδινός οικισμός (483 κάτ., υψόμ. 100), στην επαρχία Νέστου του νομού Καβάλας. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας (23 τ.χλμ., 483 κάτ.). * * * ο παραπόταμος που ξεραίνεται το καλοκαίρι ξεροπόταμος, χείμαρρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξερός + κατάλ. ιάς… …

    Dictionary of Greek

  • 52ξεροπόταμος — ο ποτάμι που δεν έχει νερό κατά την περίοδο τού καλοκαιριού, χείμαρρος …

    Dictionary of Greek

  • 53ξηροπόταμος — Όνομα τεσσάρων οικισμών. 1. Μεγάλος ημιορεινός οικισμός (2401 κάτ., υψόμ. 260), στην επαρχία Δράμας του ομώνυμου νομού. Βρίσκεται κοντά στην πόλη της Δράμας. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας (85 τ.χλμ., 2538 κάτ.), στην οποία ανήκει και άλλος… …

    Dictionary of Greek

  • 54οπάζω — ὀπάζω (Α) 1. στέλνω κάποιον μαζί με άλλον ως ακόλουθο ή ως συνοδοιπόρο ή κάνω κάποιον να ακολουθήσει («ἐπεὶ ῥὰ οἱ ὤπασα πομπόν», Ομ. Ιλ.) 2. (σχετικά με πράγματα) παραχωρώ, παρέχω, δίνω («νῡν μὲν γὰρ τούτῷ Κρονίδης Ζεὺς κῡδος ὀπάζει» δίνει σ… …

    Dictionary of Greek

  • 55παγετώνας — Μάζα πάγου και χιονιού, που συγκεντρώνεται σε υψηλές ορεινές ή πολικές περιοχές και σχηματίζεται από τη συνάθροιση, διατήρηση και μετασχηματισμό των χιονοπτώσεων, η οποία όμως δεν παραμένει άκαμπτη, αλλά κινείται σε κεκλιμένο επίπεδο ως πλαστική… …

    Dictionary of Greek

  • 56παρασύρω — ΝΜΑ, παρασέρνω Ν (για ορμητικό ρεύμα) σύρω βιαίως, κυλώντας ορμητικά αρπάζω και παίρνω μαζί μου, συμπαρασύρω κάποιον ή κάτι (α. «ο χείμαρρος παρέσυρε τα πάντα» β. «του ρεύματος ἡ ὀξύτης πολλοὺς παρέσυρε», Διόδ. Σικ.) νεοελλ. 1. ρίχνω κάτω και… …

    Dictionary of Greek

  • 57πρηστήρ — ῆρος, ὁ, Α 1. θύελλα συνοδευόμενη από κεραυνούς, ορμητικός ανεμοστρόβιλος που μοιάζει με τυφώνα («πρηστήρων ἀνέμων τε κεραυνοῡ τε φλεγέθοντος», Ησίοδ.) 2. στον πληθ. οἱ πρηστῆρες α) ζεύγος φυσητήρων, τα φυσερά τών σιδηρουργών β) οι φλέβες τού… …

    Dictionary of Greek

  • 58ρύακας — ο / ῥύαξ, ακος, ΝΑ νεοελλ. το ρυάκι αρχ. 1. ορμητικό ρεύμα, χείμαρρος 2. καθετί που αναβλύζει από τη γη και εκχύνεται και ιδίως η λάβα τών ηφαιστείων (α. «ἐρρύη δὲ... ὁ ῥύαξ τοῡ πυρὸς ἐκ τῆς Αἴτνης», Θουκ. β. «ἐφθαρμένων γὰρ τῶν παρὰ τὴν θάλασσαν …

    Dictionary of Greek

  • 59ρύμιγξ — Α (κατά τον Ησύχ.) ο χείμαρρος. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < ῥύμα, άλλος τ. τού ῥεῦμα + εκφραστικό επίθημα ιγξ, ιγγος (πρβλ. στρόφ ιγξ, φόρμ ιγξ)] …

    Dictionary of Greek

  • 60φαγλαός — Α (κατά τον Ησύχ.) «χειμαρρός» …

    Dictionary of Greek