Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

χείλη

  • 1 губа

    -ы, πλθ. губы, δοτ. -ам θ.
    1. το χείλος, χείλι•

    накрашенные -ы βαμμένα χείλη•

    жать -ы σφίγγω τα χείλη.

    2. πλθ. -ы τα σιαγόνια, οι δηκτήρες των διαφόρων λαβίδων.
    εκφρ.
    у него губа не дура – αυτός ξέρει να διαλέγει•
    не по твоим -ам – δεν είναι για σένα, για τα δόντια σου•
    по -ам помазать – (απλ.) γλυκαίνω (ερεθίζω) και δε δίνω•
    молоко на -ах не обсохло – το γάλα δε στέγνωσε ακόμα στα χείλη (είναι μικρός ακόμα).
    θ.
    κόλπος, όρμος (βορ. θαλασσών).
    θ. παλ., επαρχία.

    Большой русско-греческий словарь > губа

  • 2 пригубить

    ρ.σ. φέρω, βάζω, εγγίζω στα χείλη•

    пригубить рюку εγγίζω το ποτηράκι στα χείλη (πίνω ελάχιστο).

    Большой русско-греческий словарь > пригубить

  • 3 замирать

    замира||ть
    несов κοκκαλώνω / σταματώ, σβήνω (о звуках, движении и т. п.):
    \замирать от страха κοκκαλώνω ἀπ' τό φόβο· се́рдце \замиратьет πιάνεται ἡ ψυχή μου· слова \замиратьют τά λόγια του ἔμειναν μισά, τά λόγια του ἐσβησαν στά χείλη του.

    Русско-новогреческий словарь > замирать

  • 4 край

    кра||й I
    м
    1. (конец) ἡ ἄκρη, τό ἄκρο[ν], τό χείλος, τό πέρας:
    по \крайям στά χείλη· до \крайев ὡς τά χείλια· передний \край воен. ἡ πρώτη γραμμή· литься через \край ξεχειλίζω·
    2. (страна) ὁ τόπος, ἡ χώρα:
    родной \край ὁ πατρικός τόπος·
    3. мн. (места, местность) ἡ περιοχή, τό μέρος, ὁ τόπος:
    теплые \крайя οἱ θερμές περιοχές· в наших \крайях στά μέρη μας, στόν τόπο μας· ◊ слышать \крайем уха ἀκούω μέ τήν ἄκρη τοῦ αὐτιοῦ· хватить чергз \край τό παρακάνω, τό παραλέω· конца· \крайю нет разг ἀπέραντος, ἀτελείωτος· на \крайκ> гибели στό χείλος τής καταστροφής· на \крайι6 света στήν ἄκρη τοῦ κόσμου· нз \крайя в \край ἀπ' ἄκρη σ' ἄκρη, παντού.
    край II
    м тех. ὁ γερανός, τό βαροῦλ-κο:
    подъемный \край ὁ γερανός, τό βα-ροῦλκο, τό βίντσι.

    Русско-новогреческий словарь > край

  • 5 причмокивать

    причмокивать
    несов, причмокнуть сов χτυπώ τά χείλη μασώντας.

    Русско-новогреческий словарь > причмокивать

  • 6 разжимать

    разжим||ать
    несов ξεσφίγγω, χαλαρώνω (μετ.), λύνω/ ἀνοίγω (открывать):
    не \разжиматьая губ μέ σφιγμένα τά. χείλη.

    Русско-новогреческий словарь > разжимать

  • 7 чмокать

    чмокать
    несов, чмокнуть сов
    1. (губами) χτυπώ τά χείλη·
    2. (целовать) разг φιλώ ἡχηρά.

    Русско-новогреческий словарь > чмокать

  • 8 бескровный

    επ. βρ: -вен, -вна, -вно
    1. αναιμικός, άναιμος•

    -ые губы αναιμικά χείλη.

    2. αναίμακτος•

    -ая операция αναίμακτη εγχείρηση.

    επ.
    άστεγος.

    Большой русско-греческий словарь > бескровный

  • 9 брылы

    брыл πλθ. (ενκ. брыла, -ы θ.)
    χοντρά, κρεμαστά χείλη μερικών σκύλων.

    Большой русско-греческий словарь > брылы

  • 10 ввалившийся

    1. μτχ. παρλθ. χρ. του ρ. ввалиться.
    2. επ. πεσμένος, γερμένος προς τα μέσα•

    -иеся губы γερμένα προς τα μέσα χείλη.

    Большой русско-греческий словарь > ввалившийся

  • 11 впить

    вопью, вопьёшь, παρλθ. χρ. впил, -ла, -ло, προστκ. впей ρ.σ.
    βλ. впивать.
    1. κολλώ, προσκολλιέμαι (για ρούφηγμα)•

    пиявка -лась в ногу η βδέλλα κόλλησε στο πόδι•

    клещ -лся το τσιμπούρι κόλλησε.

    || ροφώ, ρουφώ (με τα χείλη, το στόμα). || γαντζώνομαι•

    волк -лся в шею лошади ο λύκος έπιασε το άλογο από το λαιμό.

    2. μπήγομαι, μπαίνω•

    в палец мне впилась иголка στο δάχτυλο μου μπήκε το βελόνι.

    || προσέχω πολύ, απορροφιέμαι• καρφώνω τα μάτια.
    3. (απλ.) συνηθίζω.

    Большой русско-греческий словарь > впить

  • 12 ёжить

    ежу, ежишь, ρ.δ.μ. συστέλλω, μαζεύω, σουφρώνω• καμπουριάζω•

    ёжить губы σουφρώνω τα χείλη•

    ёжить плечи ανασηκώνω τους ώμους.

    1. συστέλλομαι, συμαζεύομαι, κουβαριάζομαι.
    2. μτφ. ντρέπομαι, συστέλλομαι.

    Большой русско-греческий словарь > ёжить

  • 13 зависть

    θ.
    ζήλια• φθόνος, ζηλοφθονία, ζηλοτυπία•

    она от -и кусала себе губы αυτή από ‘τη ζήλια δάγκωνε τα χείλη της•

    на -и έτσι που να ζηλεύουν, για ζήλια.

    Большой русско-греческий словарь > зависть

  • 14 запёкшийся

    επ. από μτχ.
    στεγνός• πηχτός•

    -иеся губы στεγνά χείλη•

    -аяся кровь πηγμένο αίμα.

    Большой русско-греческий словарь > запёкшийся

  • 15 запечь

    -пеку, -печешь, -пекут, παρλθ.. χρ. запек
    -пекла, -ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. запеченный
    -чен, -чена, -чено
    ρ.σ.μ. ψήνω.
    1. ψήνομαι.
    2. πήζω.
    3. στεγνώνω•

    губы -клись τα χείλη ψήθηκαν.

    Большой русско-греческий словарь > запечь

  • 16 изгибать

    ρ.δ.μ. λυγίζω, κάμπτω, κυρτώνω, καμπυλώνω•

    изгибать спину λυγίζω τη μέση•

    изгибать губы καμπυλώνω τα χείλη.

    κάμπτομαι, λυγίζω, καμπυλώνομαι, κυρτώνομαι•

    гвоздь -ется το καρφί λυγίζει.

    Большой русско-греческий словарь > изгибать

  • 17 коралловый

    επ.
    κοράλλινος, κοραλλένιος• των κοραλλιών•

    -ые острова νησιά κοραλλιών•

    коралловый риф κοραλλίένιος ύφαλος•

    -ые бусы κοραλ-λιένες χάνδρες•

    -ое ожерелье κοραλλένιο κολιέ•

    - ые губы (μτφ.) κοραλλένια χείλη•

    -ое дерево δέντρο κοραλλιών.

    Большой русско-греческий словарь > коралловый

  • 18 липнуть

    -ну, -нешь, παρλθ. χρ. лип, -ла, -ло
    ρ.δ.
    1. κολλώ•

    майка -ла к телу η φανελίτσα. κόλλησε στο κορμί•

    губы -ут τα χείλη κολλούν•

    пальцы -ут τα δάχτυλα κολλούν.

    || σφίγγομαι•

    дети -ли к дедушке τα παιδιά κόλλησαν στον παππού.

    2. μτφ. προσκολλιέμαι, γίνομαι ενοχλητικός, τσιμπούρι, κολιτσίδα.

    Большой русско-греческий словарь > липнуть

  • 19 лихорадка

    θ.
    1. μεγάλος πυρετός με ρίγος.
    2. ξεθύμασμα, εξάνθημα (συνήθως στα χείλη από κρυολόγημα).
    3. μεγάλη δραστηριότητα. || εξαιρετική κίνηση, • μεγάλη κυκλοφορία.

    Большой русско-греческий словарь > лихорадка

  • 20 накрасить

    -ашу, -асишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. накрашенный, βρ: -шен, -а, -о.
    1. βάφω•

    накрасить губы, брови βάφω τα χείλη, τα φρύδια.

    2. (με σημ. ποσοτική) βάφω•

    накрасить яйц βάφω αυτά.

    βλ. краситься.

    Большой русско-греческий словарь > накрасить

См. также в других словарях:

  • χείλη — χεί̱λη , χεῖλος lip neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) χεί̱λη , χεῖλος lip neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἐσθίειν τὰ χείλη. — ἐσθίειν τὰ χείλη. См. Кусать губы …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • χείλος — ους, το / χεῖλος, είλους και είλεος, ΝΜΑ, και δωρ. τ. χῆλος και αιολ. τ. χέλλος Α 1. καθεμία από τις δύο σαρκώδεις πτυχές τού δέρματος που αποτελούν το περίγραμμα τής στοματικής σχισμής, το χείλι και αχείλι 2. μτφ. (για πράγμ.) το ακραίο τμήμα… …   Dictionary of Greek

  • επιχειλής — ἐπιχειλής, ές (Α) 1. αυτός που βρίσκεται πάνω ή κοντά στα χείλη 2. ο γεμάτος σχεδόν ώς τα χείλη 3. γεμάτος ως τα χείλη, ξέχειλος 4. αυτός που τα χείλη του είναι στραμμένα προς τα μέσα όπως τών γέρων («τὴν ῥῑνα ἐπικαμπής, τὸ στόμα ἐπιχειλής» με… …   Dictionary of Greek

  • σαρκάζω — ΝΜΑ, και αιολ. τ. συρκίζω Α μιλώ ειρωνικά, χλευάζω κάποιον με κακή διάθεση, σκώπτω, περιπαίζω κάποιον αρχ. 1. σχίζω εντελώς την σάρκα με τα δόντια μου όπως τα σκυλιά («ἔλκουσιν δ ὅμως γλισχρότατα σαρκάζοντες ὥσπερ κυνίδια», Αριστοφ.) 2. (για ζώα… …   Dictionary of Greek

  • αισθητική — I (Φιλοσ.). Φιλοσοφικός κλάδος που ασχολείται με την τέχνη, επιδιώκοντας να προσδιορίσει την ουσία, τον χαρακτήρα και τις σχέσεις της με τις άλλες ανθρώπινες δραστηριότητες. Ο ορισμός της φιλοσοφίας της τέχνης ως α. είναι δημιούργημα των νεότερων …   Dictionary of Greek

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • σαίρω — (I) Α (μόνο στον παρακμ. σέσηρα με σημ. ενεστ.) 1. τραβώ τα χείλη μου προς τα πίσω και δείχνω τα δόντια μου όπως ο σκύλος 2. γελώ δείχνοντας τα δόντια μου 3. διαστέλλω τα χείλη μου 4. (για πληγή ή έλκος) χάσκω («ἔλκος σεσηρὸς καὶ ἐκπεπλιγμένον»,… …   Dictionary of Greek

  • στόμα — (Ανατ.). Το πρώτο τμήμα του πεπτικού συστήματος. Είναι μια κοιλότητα που ορίζεται μπροστά από τα χείλη και πίσω από τον ισθμό του φάρυγγα, δια του οποίου συνεχίζεται στον φάρυγγα. Το σ. διαιρείται από τις οδοντοστοιχίες σ’ ένα εξωτερικό μέρος, το …   Dictionary of Greek

  • τραύμα — (Ιατρ.) Πρόσφατη κάκωση του δέρματος και των υποκείμενων ιστών εξαιτίας μηχανικής βίας σε οποιοδήποτε σημείο του σώματος. Eπιφανειακά είναι τα τ. που αφορούν μόνο το δέρμα και τον υποδόριο ιστό, βαθιά ή σύνθετα αυτά που φτάνουν μέχρι τους… …   Dictionary of Greek

  • χελύνη — (I) ἡ, Α 1. το χείλος («Ὅμηρος μὲν ἕρκος ὀδόντων τὰ χείλη καλεῑ, οἱ δὲ παλαιοὶ χελύνας», Πολυδ.) 2. η κάτω γνάθος, το σαγόνι («χελύνη τὰ περὶ τὰ χείλη μέρη τοῡ προσώπου οἱ δὲ ἀμαθεῑς χελύνιον», Φρύν.) 3. φρ. «ὑπ ὀργῆς τὴν χελύνην ἐσθίων»… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»