χείλη

  • 1χείλη — χεί̱λη , χεῖλος lip neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) χεί̱λη , χεῖλος lip neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 2Ἐσθίειν τὰ χείλη. — ἐσθίειν τὰ χείλη. См. Кусать губы …

    Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • 3χείλος — ους, το / χεῖλος, είλους και είλεος, ΝΜΑ, και δωρ. τ. χῆλος και αιολ. τ. χέλλος Α 1. καθεμία από τις δύο σαρκώδεις πτυχές τού δέρματος που αποτελούν το περίγραμμα τής στοματικής σχισμής, το χείλι και αχείλι 2. μτφ. (για πράγμ.) το ακραίο τμήμα… …

    Dictionary of Greek

  • 4επιχειλής — ἐπιχειλής, ές (Α) 1. αυτός που βρίσκεται πάνω ή κοντά στα χείλη 2. ο γεμάτος σχεδόν ώς τα χείλη 3. γεμάτος ως τα χείλη, ξέχειλος 4. αυτός που τα χείλη του είναι στραμμένα προς τα μέσα όπως τών γέρων («τὴν ῥῑνα ἐπικαμπής, τὸ στόμα ἐπιχειλής» με… …

    Dictionary of Greek

  • 5σαρκάζω — ΝΜΑ, και αιολ. τ. συρκίζω Α μιλώ ειρωνικά, χλευάζω κάποιον με κακή διάθεση, σκώπτω, περιπαίζω κάποιον αρχ. 1. σχίζω εντελώς την σάρκα με τα δόντια μου όπως τα σκυλιά («ἔλκουσιν δ ὅμως γλισχρότατα σαρκάζοντες ὥσπερ κυνίδια», Αριστοφ.) 2. (για ζώα… …

    Dictionary of Greek

  • 6αισθητική — I (Φιλοσ.). Φιλοσοφικός κλάδος που ασχολείται με την τέχνη, επιδιώκοντας να προσδιορίσει την ουσία, τον χαρακτήρα και τις σχέσεις της με τις άλλες ανθρώπινες δραστηριότητες. Ο ορισμός της φιλοσοφίας της τέχνης ως α. είναι δημιούργημα των νεότερων …

    Dictionary of Greek

  • 7κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …

    Dictionary of Greek

  • 8σαίρω — (I) Α (μόνο στον παρακμ. σέσηρα με σημ. ενεστ.) 1. τραβώ τα χείλη μου προς τα πίσω και δείχνω τα δόντια μου όπως ο σκύλος 2. γελώ δείχνοντας τα δόντια μου 3. διαστέλλω τα χείλη μου 4. (για πληγή ή έλκος) χάσκω («ἔλκος σεσηρὸς καὶ ἐκπεπλιγμένον»,… …

    Dictionary of Greek

  • 9στόμα — (Ανατ.). Το πρώτο τμήμα του πεπτικού συστήματος. Είναι μια κοιλότητα που ορίζεται μπροστά από τα χείλη και πίσω από τον ισθμό του φάρυγγα, δια του οποίου συνεχίζεται στον φάρυγγα. Το σ. διαιρείται από τις οδοντοστοιχίες σ’ ένα εξωτερικό μέρος, το …

    Dictionary of Greek

  • 10τραύμα — (Ιατρ.) Πρόσφατη κάκωση του δέρματος και των υποκείμενων ιστών εξαιτίας μηχανικής βίας σε οποιοδήποτε σημείο του σώματος. Eπιφανειακά είναι τα τ. που αφορούν μόνο το δέρμα και τον υποδόριο ιστό, βαθιά ή σύνθετα αυτά που φτάνουν μέχρι τους… …

    Dictionary of Greek