χείλη

  • 91αγκτηριάζω — (Α ἀγκτηριάζω) [ἀγκτήρ] συσφίγγω τα χείλη μιας πληγής με αγκτήρα* για να συρραφούν ευκολότερα …

    Dictionary of Greek

  • 92αεροπλάνο — Αεροσκάφος βαρύτερο από τον αέρα, που διατηρείται σε πτήση χάρη στην αεροδυναμική δράση που ασκείται πάνω στις πτέρυγές του, εξαιτίας της ταχύτητας που τού προσδίδει το σύστημα προώθησης. Υπάρχουν πολλοί τύποι επιβατικών, μεταφορικών και… …

    Dictionary of Greek

  • 93αιδοίο — Τα γεννητικά όργανα της γυναίκας. Περιλαμβάνει τα εξωτερικά γεννητικά της όργανα, δηλαδή το εφηβαίο ή όρος της Αφροδίτης, τα μεγάλα και τα μικρά χείλη (ή νύμφες), μεταξύ των οποίων βρίσκεται ο πρόδομος, η κλειτορίδα, το έξω στόμιο της ουρήθρας,… …

    Dictionary of Greek

  • 94αιμαγγείωμα — Καλοήθης όγκος των αιμοφόρων αγγείων. Τα α. εντοπίζονται συνήθως στο δέρμα. Σπάνια μπορούν να αναπτυχθούν στα σπλάχνα, στο κεντρικό νευρικό σύστημα και στα οστά. Η ονομασία καλοήθης όγκος οδηγεί σε σύγχυση, γιατί στην πραγματικότητα τα… …

    Dictionary of Greek

  • 95αιμόσταση — Το σύνολο των μηχανισμών με τους οποίους ο οργανισμός του ανθρώπου προστατεύεται από την επικίνδυνη για τη ζωή του απώλεια αίματος και διατηρεί σε ρευστή κατάσταση το κυκλοφορούμενο αίμα. Κάθε εκτροπή της ισορροπίας του αιμοστατικού μηχανισμού… …

    Dictionary of Greek

  • 96αιχμή — Το μυτερό πρόσθιο άκρο διαφόρων σύγχρονων εργαλείων ή όπλων (όπως το ξίφος και η ξιφολόγχη) καθώς και όπλων του παρελθόντος (όπως το βέλος, το δόρυ κ.ά.). Η α. είναι ένα από τα αρχαιότερα δημιουργήματα του ανθρώπου. Η επινόησή της χάνεται στα… …

    Dictionary of Greek

  • 97αμάρυγμα — ἀμάρυγμα, το (Α) [ἀμαρύσσω] 1. λάμψη, σπιθοβόλημα 2. μεταβαλλόμενο χρώμα και φως 3. ζωηρή και ανάλαφρη κίνηση 4. (για τα χείλη) παλμώδης κίνηση 5. φρ. «ἀμάρυγμα λάμπρον προσώπῳ» (Σαπφώ), αστραφτερό, ακτινοβόλο βλέμμα …

    Dictionary of Greek

  • 98αμφίδεα — ἀμφίδεα, τα (Α) τα χείλη τής μήτρας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφιδέω «περιδένω, δένω ολόγυρα»] …

    Dictionary of Greek

  • 99ανάγλειμμα — το [αναγλείφω] 1. γλείψιμο τών χειλιών με τη γλώσσα 2. φαγώσιμο που τό έγλειψε φίδι, σαύρα ή ποντικός και το οποίο, όταν τρώγεται, προκαλεί φλόγωση στα χείλη και στη γλώσσα …

    Dictionary of Greek

  • 100αναγλείφω — 1. γλείφω κάτι με τη γλώσσα μου 2. (ενεργ. και μέσ.) α) γλείφω τα χείλη με τη γλώσσα μου βλέποντας ή επιθυμώντας να φάω κάτι, ξερογλείφομαι β) επιθυμώ κάτι υπερβολικά 3. (για πήλινα δοχεία ή τοίχους) αναδίδω υγρασία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανα * + γλείφω …

    Dictionary of Greek