χείλη

  • 41Α,α — Το γράμμα που παρέμεινε επικεφαλής του αλφαβήτου, σε όλη τη διάρκεια και τις φάσεις της ιστορίας του. Προήλθε από το πρώτο σύμβολο του φοινικικού αλφαβήτου, που είχε το γραμμικό σχήμα ⊄, δηλαδή περίπου το σχήμα της κεφαλής του ταύρου και… …

    Dictionary of Greek

  • 42βορτιτσέλα — Πρωτόζωο της τάξης των περιτρίχων, της ομοταξίας των βλεφαριδωτών. Το σώμα του, μήκους περίπου 50 χιλιοστών, έχει σχήμα καμπάνας, με το άνοιγμα προς τα πάνω και τα χείλη καλυμμένα από πολλές βλεφαρίδες. Είναι πολύ κοινό στα λιμνάζοντα γλυκά νερά… …

    Dictionary of Greek

  • 43γιούκα — Γένος μονοκοτυλήδονων δενδρωδών φυτών της οικογένειας των λειριιδών. Είναι ιθαγενή δέντρα, κυρίως του Μεξικού και των θερμών περιοχών της Βόρειας Αμερικής. Ο κορμός τους δεν έχει διακλαδώσεις ή παίρνει προς τα πάνω τη μορφή ακατάστατης τούφας. Τα …

    Dictionary of Greek

  • 44κώθων — Στρατιωτικό ποτήρι από άργιλο μετρίου μεγέθους, κατά την αρχαιότητα. Όσα ήταν κατασκευασμένα από μέταλλο χρησίμευαν ως αφιερώματα στους ναούς. Οι κ. τους οποίους χρησιμοποιούσαν στον στρατό είχαν το θολό κίτρινο χρώμα που είχε και το νερό που… …

    Dictionary of Greek

  • 45λέπια — Δερμικοί σχηματισμοί οστέινης ή κεράτινης φύσης, οι οποίοι χρησιμεύουν για την επένδυση μερών ή ολόκληρου του σώματος σε πολλά ζώα τα οποία ανήκουν σε διάφορες ομοταξίες σπονδυλωτών. Τα λ. των ψαριών είναι οστέινης φύσης και χωρίζονται σε δύο… …

    Dictionary of Greek

  • 46Μουσείο Ακροπόλεως (Αθηνών) — Κατατάσσεται ανάμεσα στα σημαντικότερα μουσεία του κόσμου για την ιστορία της τέχνης. Στη συλλογή του συμπεριλαμβάνονται μερικά από τα ομορφότερα έργα της πλαστικής τέχνης της αρχαϊκής και κλασικής περιόδου. Κανένας φιλότεχνος δεν πρέπει να… …

    Dictionary of Greek

  • 47Μουσείο, Αρχαιολογικό Δελφών — Το Μουσείο των Δελφών, που στεγάζει μία από τις πλουσιότερες συλλογές έργων της αρχαίας ελληνικής τέχνης, χτίστηκε την πρώτη δεκαετία του 20ού αι., από τη Γαλλική Αρχαιολογική Σχολή, με χρήματα του ελληνικού δημοσίου και την αρωγή του εθνικού… …

    Dictionary of Greek

  • 48ορεογένεση — Το σύνολο των γεωλογικών φαινομένων που προκάλεσαν τον σχηματισμό των ορεινών αλυσίδων. Ο κλάδος της γεωλογίας που διατυπώνει τις διάφορες υποθέσεις περί ορεογένεσης ονομάζεται τεκτονική και μελετά τις αιφνίδιες παραμορφώσεις (πτυχώσεις,… …

    Dictionary of Greek

  • 49σαρκοφάγα φυτά — Ετερογενής φυτική ομάδα που αποτελεί ένα από τα πιο πρωτότυπα και ενδιαφέροντα φαινόμενα της βοτανικής. Αν και διαθέτουν χλωροφύλλη, είναι δηλαδή αυτότροφα φυτά, έχουν παρόλα αυτά την ικανότητα να απορροφούν άζωτο σε οργανική μορφή, το οποίο… …

    Dictionary of Greek

  • 50ξεχειλίζω — ξεχείλισα, ξεχειλισμένος 1. μτβ., γεμίζω κάτι ως τα χείλη, ώστε να χύνεται έξω: Μην το ξεχειλίζεις το ποτήρι. 2. αμτβ., φτάνω ως τα χείλη και χύνομαι έξω: Ξεχείλισε το ντεπόζιτο του νερού και τρέχει έξω. 3. μτφ., για ψυχικές καταστάσεις, γίνομαι… …

    Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)