χείλη

  • 21καταγλωττίζω — (Α) 1. φιλώ λάγνα ενώνοντας χείλη με χείλη και γλώσσα με γλώσσα 2. καταβάλλω κάποιον με τη γλώσσα, αποστομώνω 3. μιλώ εναντίον κάποιου («ψευδῆ καταγλώττιζέ μου», Αριστοφ.) 4. (η μτχ. παθ. παρακμ.) κατεγλωττισμένος, η, ον αυτός που έχει γραφεί με… …

    Dictionary of Greek

  • 22κοιλοχείλης — κοιλοχείλης, ες (Α) (για κύμβαλα) αυτός που έχει κοίλα, βαθουλά χείλη. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοῖλος < χείλης (< χείλη, πληθ. τού χεῖλος), πρβλ. κοψο χείλης, σφιχτο χείλης] …

    Dictionary of Greek

  • 23κυάνωση — Υποκύανη (γαλαζωπή) ή μελανή χροιά του δέρματος και των βλεννογόνων. Οφείλεται σε ελλιπή οξυγόνωση του αίματος και, συγκεκριμένα, όταν στο αίμα που κυκλοφορεί η απόλυτη τιμή της αναχθείσας αιμοσφαιρίνης δεν ξεπερνά τα 5 γρ. ανά 100 κ. εκ. αίματος …

    Dictionary of Greek

  • 24μέδουσα — Νηκτική μορφή των κνιδοζώων, η οποία είναι προσαρμοσμένη για πλαγκτονική διαβίωση. Οι μ. αντιπροσωπεύουν, γενικά, τα ελεύθερα στάδια του κύκλου ζωής των υδροζώων και των σκυφοζώων, ο οποίος περιλαμβάνει εναλλαγή γενεών και διμορφισμό (μεταγένεση) …

    Dictionary of Greek

  • 25μοιμυώ — μοιμυῶ, άω (Α) συμπιέζω τα χείλη σε ένδειξη αποδοκιμασίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < μυῶ «συμπιέζω τα χείλη», με εκφραστικό διπλασιασμό (πρβλ. μοιμύλλω)] …

    Dictionary of Greek

  • 26μύγα — (musca domestica). Έντομο της οικογένειας των μιιδών, της τάξης των διπτέρων. Το κεφάλι φέρει μεγάλους σύνθετους οφθαλμούς, κεραίες κοντές και στοματικά όργανα μυζητικού τύπου, που αποτελούνται κυρίως από το κάτω χείλος, επίμηκες σαν προβοσκίδα,… …

    Dictionary of Greek

  • 27μύζω — (I) (ΑΜ μύζω, Μ και μύσσω) βογγώ θλιβερά, στενάζω από τη θλίψη («μύζουσιν οἰκτισμὸν πολὺν ὑπὸ ῥάχιν παγένιες», Αισχύλ.) (μσν. αρχ.) μυκτηρίζω, χλευάζω αρχ. 1. παράγω ήχο με τη μύτη έχοντας κλειστό το στόμα, μουγκρίζω 2. μουρμουρίζω από… …

    Dictionary of Greek

  • 28μύλλον — μύλλον, τὸ (Α) χείλος («καὶ γὰρ τὰ χείλη μύλλα προσαγορεύουσι»). [ΕΤΥΜΟΛ. Οι τ. μύλλον, μυλλός (I), μυλλαίνω ανάγονται στην ΙΕ ρίζα *mū, ηχομίμηση τού υπόκωφου ήχου που παράγεται με πιεσμένα τα χείλη, άναρθρο μουρμούρισμα (πρβλ. μυ κ ῶμαι… …

    Dictionary of Greek

  • 29νυμφοϋμενικός — ή, ό ιατρ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον παρθενικό υμένα και στα μικρά χείλη τού γυναικείου αιδοίου 2. φρ. α) «νυμφοϋμενική αύλακα» αύλακα που χωρίζει την εξωτερική επιφάνεια τού παρθενικού υμένα από τα μικρά χείλη τού γυναικείου αιδοίου… …

    Dictionary of Greek

  • 30ξέχειλος — η, ο 1. (για δοχεία) γεμάτος ώς τα χείλη, υπερπλήρης 2. (για υγρά) αυτός που ξεχειλίζει, που ξεπερνά τα χείλη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξ(ε) * + χείλος] …

    Dictionary of Greek