χείλη

  • 11χελύνη — (I) ἡ, Α 1. το χείλος («Ὅμηρος μὲν ἕρκος ὀδόντων τὰ χείλη καλεῑ, οἱ δὲ παλαιοὶ χελύνας», Πολυδ.) 2. η κάτω γνάθος, το σαγόνι («χελύνη τὰ περὶ τὰ χείλη μέρη τοῡ προσώπου οἱ δὲ ἀμαθεῑς χελύνιον», Φρύν.) 3. φρ. «ὑπ ὀργῆς τὴν χελύνην ἐσθίων»… …

    Dictionary of Greek

  • 12Giorgos Zampetas — ( el. Γιώργος Ζαμπέτας, sometimes romanized as George Zambetas) was a well known bouzouki musician. He was born in 25 January 1925 in Athens but his origins are from Kifnos. He died in 10 March 1992.Early yearsGiorgos Zampetas, Greek music… …

    Wikipedia

  • 13MOCOSA Actio — apud Quintilian. l. 11. c. 3. sub fin. Quare non immerito reprehenditur pronuntiastio vultuosa et gesticulationibus molesta, et vocis mutationibus resultans, nec inutiliter ex Graecis veteres transtulerunt, quod ab his sumptum Lenas Popilius… …

    Hofmann J. Lexicon universale

  • 14Μέδουσα — Νηκτική μορφή των κνιδοζώων, η οποία είναι προσαρμοσμένη για πλαγκτονική διαβίωση. Οι μ. αντιπροσωπεύουν, γενικά, τα ελεύθερα στάδια του κύκλου ζωής των υδροζώων και των σκυφοζώων, ο οποίος περιλαμβάνει εναλλαγή γενεών και διμορφισμό (μεταγένεση) …

    Dictionary of Greek

  • 15άνθος — Βασικό τμήμα κάθε φυτού, αν και υπάρχουν φυτά που δεν ανθοφορούν.Λέγεται και λουλούδι. Το ά. είναι το μέρος του φυτού που περιέχει τα όργανα της εγγενούς αναπαραγωγής· κατά κανόνα είναι το πιο όμορφο, το πιο φανταχτερό και το πιο ευωδιαστό μέρος… …

    Dictionary of Greek

  • 16αγωγός — Το υλικό σώμα που διευκολύνει τη ροή ενός ρευστού ή τη διοχέτευση ενέργειας (βλ. λ. αγωγιμότητα, ηλεκτρισμός, ρευστό, ροή, υδραυλική).α. αναρρόφησης.Στοιχείο της αντλίας (βλ. λ.).α. ηλεκτρικός.Το υλικό σώμα μέσα στο οποίο κινούνται τα ηλεκτρικά… …

    Dictionary of Greek

  • 17αείπλανος — ἀείπλανος, ον και ἀειπλανής, ές (Α) 1. αυτός που πλανιέται, που κινείται συνεχώς 2. φρ. «αείπλανα χείλη», αεικίνητα, φλύαρα χείλη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀεὶ + πλανῶμαι] …

    Dictionary of Greek

  • 18ανθός — Βασικό τμήμα κάθε φυτού, αν και υπάρχουν φυτά που δεν ανθοφορούν.Λέγεται και λουλούδι. Το ά. είναι το μέρος του φυτού που περιέχει τα όργανα της εγγενούς αναπαραγωγής· κατά κανόνα είναι το πιο όμορφο, το πιο φανταχτερό και το πιο ευωδιαστό μέρος… …

    Dictionary of Greek

  • 19εκσκαφέας — Μηχάνημα που χρησιμοποιείται γενικά για την εκσκαφή σκληρών ή θρυμματισμένων βράχων και για την εύκολη και γρήγορη απομάκρυνση των υλικών που προκύπτουν από την εκσκαφή. Όταν η εκσκαφή γίνεται στον βυθό της θάλασσας, το μηχάνημα ονομάζεται… …

    Dictionary of Greek

  • 20εκχειλίζω — και ξεχειλίζω 1. (αμτβ.) ξεχειλίζω, ξεπερνώ τα χείλη δοχείου, κοίτης κ.λπ., πλημμυρώ («ξεχείλισε το ποτήρι, ο ποταμός κ.λπ.») 2. (μτβ.) γεμίζω κάτι ώς τα χείλη, υπερπληρώ 3. μτφ. αυξάνομαι υπερβολικά, ξεπερνώ κάθε όριο, βγαίνω από τα όριά μου… …

    Dictionary of Greek