χαριεντισμός
1χαριεντισμός — wit masc nom sg …
2χαριεντισμός — ο, ΝΜΑ [χαριεντίζομαι] 1. πρόσχαρη συμπεριφορά 2. ερωτοτροπία …
3χαριεντισμοῖς — χαριεντισμός wit masc dat pl …
4χαριεντισμοῦ — χαριεντισμός wit masc gen sg …
5χαριεντισμῷ — χαριεντισμός wit masc dat sg …
6χαριεντισμόν — χαριεντισμός wit masc acc sg …
7carientismo — (Del lat. charientismus < gr. kharientismos, chiste, broma < kharieis, gracioso.) ► sustantivo masculino RETÓRICA Figura retórica que consiste en disfrazar con ingenio la ironía o la burla. * * * carientismo (del lat. «charientismos», del… …
8μετριασμός — ο (Α μετριασμός) [μετριάζω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού μετριάζω η ελάττωση τής οξύτητας ή τής έντασης, περιστολή, περιορισμός («μετριασμός τής ποινής») νεοελλ. μτφ. ανακούφιση, καταπράυνση, άμβλυνση αρχ. χαριεντισμός, αστειότητα, χωρατό …
9παιδιά — η (ΑΜ παιδιά) [παις, παιδός] 1. παιχνίδι, ιδίως ομαδικό και κατάλληλα οργανωμένο («παιδιαὶ μαχητικαί, αὐλητικαί, ἐριστικαί», Αριστοτ.) 2. χαριεντισμός, αστειότητα, πείραγμα («τὸν ἐν γέλωτι καὶ ἀκράτῳ καὶ σκώμμασι καὶ παιδιαῑς ἔλεγχον», Πλούτ.)… …
10χαριτία — ἡ, Α [χάρις, ιτος] χαριεντισμός, πείραγμα …
- 1
- 2