-
1 χαρακτηριστικό
[характеристике] ουσ. о. характерная черта, особенность, примета, признак,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > χαρακτηριστικό
-
2 характерио
характери||о1. нареч εἶναι χαρακτηριστικό·2. предик безл:\характерио, что... εἶναι χαρακτηριστικό ὅτι...· это очень \характерио для него́ αὐτό εἶναι πολύ χαρακτηριστικό γι· αὐτόν. -
3 характерный
характерн||ыйприл в разн. знач. χαρακτηριστικός/ διακριτικός (отличительный):\характерныйое лицо χαρακτηριστικό πρόσωπο· \характерныйая черта τό χαρακτηριστικό γνώρισμα· \характерныйый пример τό χαρακτηριστικό παράδειγμα -
4 черта
черт||аж1. (линия) ἡ γραμμή:провести \чертау́ τραβώ μιά γραμμή, ὑπογραμμίζω·2. (граница, предел) τό ὅριο[ν], τά πλαίσια, τό σύνορο[ν], ὁ περίβολος, ἡ περιοχή:пограничная \черта ἡ συνοριακή γραμμή, τά σύνορα· в \чертае́ города στά πλαίσια τής πόλης·3. (признак, свойство) τό χαρακτηριστικό[ν], τό γνώρισμα:основ-Ηέπ \черта характера τό βασικό χαρακτηριστικό· отличительная \черта τό χαρακτηριστικό γνώρισμα· ◊ \чертаы лица τά χαρακτηριστικά τοῦ προσώπου· в общих \чертаах σέ γενικές γραμμές. -
5 характеристика
1. (документ) η επιστολή 2. (описание, определение отличительных свойств) η περιγραφή, ο χαρακτηρισμός, το χαρακτηριστικόпадающая эл. - πτωτική -эксплуатационная - οι οδηγείες εκμετάλλευ-σης/λειτουργίας 3 (логарифма) мат. το χαρακτηριστικό (του λογαρίθμου)4. (характеристическая кривая) η χαρακτηριστική (καμπύλη).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > характеристика
-
6 характерный
характерный: \характерныйая черта το χαρακτηριστικό (γνώρισμα)* * *характе́рная черта́ — το χαρακτηριστικό (γνώρισμα)
-
7 черта
черта ж 1) η γραμμή; провести \чертау βάζω μια γραμμή 2) (особенность) το χαρακτηριστικό, το γνώρισμα 3) (граница, предел) τα πλαίσια, το όριο; в \чертае города στα όρια της πόλης ◇ в общих \чертаах σε γενικές γραμμές* * *ж1) η γραμμήпровести́ черту́ — βάζω μια γραμμή
2) ( особенность) το χαρακτηριστικό, το γνώρισμα3) (граница, предел) τα πλαίσια, το όριοв черте́ го́рода — στα όρια της πόλης
••в о́бщих черта́х — σε γενικές γραμμές
-
8 характерный
επ., βρ: -рен, -рна, -рно.1. (характерный)- χαρακτηριστικός• διακριτικός, ξεχωριστός• ιδιάζων•характерный пример χαρακτηριστικό παράδειγμα•
-ая черта χαρακτηριστικό γνώρισμα.
2. (характерный)• ισχυρού χαρακτήρα, ισχυρής βούλησης•человек он был характерный ο άνθρωπος αυτός ήταν ισχυρού χαρακτήρα.
-
9 черта
-ы θ.1. γραμμή•тонкая черта λεπτή λεπτή γραμμή•
подчеркнуть -ой υπογραμμίζω•
черта волнистая черта κυματοειδής γραμμή.
2. όριο, σύνορο, πραγματική ή νοητή γραμμή•черта подъма уровня воды η άνοδος τιης στάθμης του νερού•
черта в -е города στα όρια της πόλης•
за -ой города πέρα από τα όρια της πόλης•
зайти за -у περνώ την οροθετική γραμμή•
в -е расположения войск στη γραμμή της διάταξης των στρατευμάτων.
3. то χαρακτηριστικό γνώρισμα, ιδιότητα•-ы лица τα χαραπτηριστικάτου προσώπου•
крупные -ы лица τα αδρά χαρακτηριστικά του προσώπου•
отличительная черта χαρακτηριστικό (ίδιο, ιδιαίτερο, διακριτικό) γνώρισμα.
|| λεπτομέρεια.εκφρ.в общих (главных, основных) -ах – σε γενικές (κύριες, βασικές) γραμμές•до последней -ы – μέχρι τέλος (εσχάτων). -
10 ориентир
το σημείο αναφοράςτο χαρακτηριστικό σημείοτο αναγνωριστικό σημείοконтрольный - ав. το σημείο ελέγχουназемный - ав. επίγειο -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > ориентир
-
11 особенность
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > особенность
-
12 признак
1. тех. το χαρακτηριστικό, το γνώρισμα, - и сходимости ряда (мат) τα κριτήρια σύγκλισης της ακολουθίας, - Да-ламбера - του πηλίκου του Ντ'Αλαμπέρ- ошибки вчт. - του σφάλματος2. мед. о χαρακτήρ/ας, το σύμπτωμαвторичные половые - и δευτερεύωντες γενετήσιοι - ες.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > признак
-
13 принадлежность
1. (предмет, представляющий собой необходимый составной элемент чего-л.) το είδ/ος, το εξάρτημα 2. (неотъемлемое свойство, признак чего-л., сопутствующее явление) η ιδιότητα, το χαρακτηριστικό 3. (вхождение в состав чего-л, причастность к чему-л.) η συμμετοχήнациональная - η εθνική ταυτότητα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > принадлежность
-
14 свойство
η ιδιότητατο χαρακτηριστικό^обладать каким-л. - ом έχω την -придавать чему-л. - αποδίδω -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > свойство
-
15 спектр
(физ) το φάσμαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > спектр
-
16 усилитель
ο ενισχυτ/ήςο πολλαπλασιαστήςапериодический - μη περιοδικός -, μη-επιλεκτικός -йодистый полигр. - ιωδιούχος -масштабный вчт. - της κλίμακαςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > усилитель
-
17 черта
1. (линия) η γραμμήкурсовая мор. - πορείας2. (граница, предел) τοόριο, τα πλαίσια, το σύνορο 3. (признак,свойство, качество) το χαρακτηριστικό, τογνώρισμα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > черта
-
18 явление
1. (проявление или выявление сущности, процесса и т.п.) το φαινόμεν/ο, το περιστατικό, το συμβάν 2. (появление) η εμφάνηση, η παρουσία, η προσέλευση 3. театр. η σκηνή.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > явление
-
19 красноречивый
красно||речи́выйприл1. εὐγλωττος, εὐφραδής·2. перен χαρακτηριστικός, ἐκφραστικός:\красноречивый взгляд τό ἐκφραστικό βλέμμα· \красноречивый факт τό χαρακτηριστικό γεγονός. -
20 общий
общ||ийприл1. κοινός, γενικός:\общийее дело ἡ κοινή ὑπόθεση· \общийие интересы τά κοινά συμφέροντα· \общийее благо τό κοινό καλό, ἡ γενική εὐδαιμονία· \общий язык ἡ κοινή γλώσσα· \общийие расходы ἡ συνολική δαπάνη, τά κοινά ἔξοδα· \общийая черта τό κοινό χαρακτηριστικό· \общийее правило ὁ γενικός κανόνας· к \общийему удивлению προς γενικήν ἐκπληξιν, εἰς ἔκπληξιν ὅλων· с \общийего согласия μέ κοινή συγκατάθεση· \общийимн усилиями μέ κοινές προσπάθειες·2. (совокупный) ὁλικός, συνολικός:\общийая сумма τό ὁλικό (или τό συνολικό) ποσό· \общий итог τό σύνολο, τό γενικόν ἀθροισμα· ◊ \общийее впечатление ἡ γενική ἐντύπωση· \общийее место а) ὁ κοινός τόπος, б) ἡ κοινοτοπία (банальность)· \общийее образование ἡ γενική μόρφωση· \общийее собрание ἡ γενική συνέλευση· места́ \общийего пользования οἱ κοινοί χώροι, τά δημόσια μέρη· в \общийих чертах σέ γενικές γραμμές· в \общийем (в итоге) ἐν τέλει· в \общийем и целом γενικώς, γενικά, ἐν γένει· в \общийей сложности συνολικά, ἐν συνόλω· не иметь ничего́ \общийего δέν ἔχω τίποτε τό κοινό· \общий наибольший делитель мат ὁ μέγιστος κοινός διαιρέτης· \общийее наименьшее кратное мат τό ἐλάχιστο κοινό πολλαπλάσιο.
См. также в других словарях:
χιόνι — Χαρακτηριστικό στερεό ατμοσφαιρικό κατακρήμνισμα, που αποτελείται από συσσωρεύσεις παγοκρυστάλλων, οι οποίοι, με παρουσία πυρήνων συμπύκνωσης, σχηματίζονται στο εσωτερικό ενός νέφους εξαιτίας της παγοποίησης των υδροσταγονιδίων που το αποτελούν ή … Dictionary of Greek
ακουστότητα — Χαρακτηριστικό γνώρισμα κάθε ήχου, με το οποίο, καθαρά υποκειμενικά, διαφοροποιείται ο ισχυρός από τον ασθενή ήχο. Η α. συνδέεται με την ένταση του ήχου Ι και την ελάχιστη αντιληπτή ένταση Ιο (κατώφλι α.) με τον τύπο: Α = log (Ι/Ιο). Ο τύπος… … Dictionary of Greek
Πετρούσκα — Χαρακτηριστικό ανδρείκελο του ρωσικού λαϊκού θεάτρου. Μπορεί να θεωρηθεί απόγονος του ιταλικού Πουλτσινέλα, που έφτασε στη Ρωσία μέσω του Χάνσβουρστ, κωμικού προσώπου του γερμανικού λαϊκού θεάτρου, ανάλογου με τον δικό μας Φασουλή. Ο Π. έκανε την … Dictionary of Greek
θέρμες — Χαρακτηριστικό ρωμαϊκό κτίριο ειδικά κατασκευασμένο για τις εγκαταστάσεις των λουτρών. Χρησίμευε ακόμα και ως τόπος συνάντησης της ρωμαϊκής κοινωνίας. Λουτρά υπήρχαν από τον 5o αι. π.Χ. και στην Ελλάδα (στην Ολυμπία, στη Δήλο κ.α.), όμως ο… … Dictionary of Greek
λοχιά — Χαρακτηριστικό έκκριμα που αποβάλλεται από τη μητρική κοιλότητα κατά τη λοχεία. Τα λ. ελαττώνονται 15 ημέρες μετά τον τοκετό, αλλά δεν αποκλείεται να αυξηθούν και πάλι αργότερα. Γύρω στην 21η ημέρα γίνονται πάλι αιματηρά, για να σταματήσουν… … Dictionary of Greek
λόχια — Χαρακτηριστικό έκκριμα που αποβάλλεται από τη μητρική κοιλότητα κατά τη λοχεία. Τα λ. ελαττώνονται 15 ημέρες μετά τον τοκετό, αλλά δεν αποκλείεται να αυξηθούν και πάλι αργότερα. Γύρω στην 21η ημέρα γίνονται πάλι αιματηρά, για να σταματήσουν… … Dictionary of Greek
μπαλαλάικα — Χαρακτηριστικό έγχορδο όργανο, αρκετά διαδεδομένο στις ανατολικές χώρες, που παίζεται –όπως το μαντολίνο– με πένα. Ο αριθμός των χορδών κυμαίνεται μεταξύ 2 και 7, ενώ αντίθετα αμετάβλητη παραμένει η τυπική τριγωνική μορφή του ηχείου. Στη λαβή της … Dictionary of Greek
αισθητικοκινητικός συντονισμός — Χαρακτηριστικό των αντανακλαστικών φαινομένων. Τα φαινόμενα αυτά αποτελούνται από ερέθισμα που έχει ως αποτέλεσμα κινητική λειτουργία (αντίθετα από τα ιδεοκινητικά φαινόμενα κατά τα οποία οι ιδέες καταλήγουν αυτόματα σε πράξεις, χωρίς τη… … Dictionary of Greek
ηλεκτρεγερτική δύναμη — Χαρακτηριστικό μέγεθος (E) μιας ηλεκτρικής πηγής που ορίζεται ως η διαφορά δυναμικού V στους πόλους Α και Β της πηγής, όταν αυτή δεν διαρρέεται από ηλεκτρικό ρεύμα (Ε = V, όταν I = 0). Μια ιδανική πηγή η.δ. διατηρεί σταθερή διαφορά δυναμικού… … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… … Dictionary of Greek