χαρακτηριστικός
1χαρακτηριστικός — ή, ό / χαρακτηριστικός, ή, όν, ΝΜΑ [χαρακτηρίζω] 1. αυτός που χρησιμεύει ως διακριτικό γνώρισμα προσώπου ή πράγματος, προσδιοριστικός 2. το ουδ. ως ουσ. το χαρακτηριστικό(ν) α) διακριτικό γνώρισμα β) ναυτ. διακριτικό σήμα σκάφους, φάρου ή άλλου… …
2χαρακτηριστικός — ή, ό επίρρ. ά 1. αυτός που χαρακτηρίζει κάτι ή κάποιον, διακριτικός: Η φλυαρία είναι χαρακτηριστικό γνώρισμα ορισμένων ανθρώπων. 2. το ουδ. ως ουσ., χαρακτηριστικό διακριτικό γνώρισμα, διακριτικό σημείο: Δε θυμάμαι τα χαρακτηριστικά του …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
3χαρακτηριστικά — χαρακτηριστικός characteristic neut nom/voc/acc pl χαρακτηριστικά̱ , χαρακτηριστικός characteristic fem nom/voc/acc dual χαρακτηριστικά̱ , χαρακτηριστικός characteristic fem nom/voc sg (doric aeolic) …
4χαρακτηριστικῶν — χαρακτηριστικός characteristic fem gen pl χαρακτηριστικός characteristic masc/neut gen pl …
5χαρακτηριστικόν — χαρακτηριστικός characteristic masc acc sg χαρακτηριστικός characteristic neut nom/voc/acc sg …
6χαρακτηριστικώτατον — χαρακτηριστικός characteristic masc acc superl sg χαρακτηριστικός characteristic neut nom/voc/acc superl sg …
7ιπποτισμός — Χαρακτηριστικός μεσαιωνικός θεσμός της φεουδαρχικής κοινωνίας. Από τα πρώτα χρόνια της κλασικής αρχαιότητας, η λέξη ιππότες (ιππείς) υποδήλωνε συνήθως τους έφιππους στρατιώτες και τα μέλη μιας ορισμένης κοινωνικής τάξης, επειδή όσοι υπηρετούσαν… …
8αδριατική ή δειναρική φυλή — Χαρακτηριστικός τύπος φυλής, που ονομάζεται έτσι γιατί απαντάται προπάντων κατά μήκος των κεντρικών και βόρειων ακτών της Αδριατικής. Τα χαρακτηριστικά της γνωρίσματα είναι: ψηλό ανάστημα, βραχυκεφαλία και ορθογναθισμός (κεφάλι βραχύ και ψηλό),… …
9χαρακτηριστικαῖς — χαρακτηριστικός characteristic fem dat pl …
10χαρακτηριστικαί — χαρακτηριστικός characteristic fem nom/voc pl …