χαρίτων φυτόν

  • 1φυτοτρόφος — ον, ΜΑ αυτός που τρέφει τα φυτά («τὴν ἕως δ ποδῶν γῆν φυτοτρόφον εἶναι νόμιζε», Γεωπ.) μσν. μτφ. αυτός που προάγει κάτι («ἔμψυχος ἦν παράδεισος χαρίτων φυτοτρόφος», Κ. Μανασσ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < φυτόν + τρόφος (< τροφός), πρβλ. ἱππο τρόφος. Η… …

    Dictionary of Greek