χανών
1χανών — χάσκω yawn aor part act masc nom sg …
2λύκος — I (Βοτ.). Κοινή ονομασία του φυτικού γένους Orobanche της οικογένειας των οροβαγχιδών. Τα φυτά αυτά, που είναι γνωστά και με την κοινή ονομασία λυκόχορτα, είναι δικοτυλήδονα φυτά που αναπτύσσονται ως παράσιτα. Έχουν παχύ, σαρκώδη βλαστό, χωρίς… …
3Κριμαία — (διεθν. Crimea, ουκραν. Crym). Χερσόνησος στη Μαύρη θάλασσα και αυτόνομη δημοκρατία (26.100 τ. χλμ., 2.033.700 κάτ. το 2001) της Ουκρανίας. Πρωτεύουσά της είναι η Συμφερούπολη (Simferopol, 343.000 κάτ. το 2001). Η Κ. ενώνεται προς Β με την ξηρά… …
4θρασυμαχάνων — θρασυμᾱχάνων , θρασυμήχανος bold in contriving masc/fem/neut gen pl (doric) …
5ἀμαχάνων — ἀμᾱχάνων , ἀμήχανος without means masc/fem/neut gen pl (doric) …
6Канон — (от греч. χανών прямая палка для измерений) устоявшиеся нормы, правила, традиции. 1) К. в иск ве правила, определяющие нормы образа, композицию и т. д. 2) Церк. нормы, регламентирующие жизнь ц.; приняты в первые века христианства. 3) К.… …