χαμαιευνάς
1χαμαιευνάς — χαμαιεύνης lying fem nom sg χαμαιευνάς lying fem nom sg …
2χαμαιευνάς — άδος, ἡ, ΜΑ βλ. χαμευνάς …
3χαμαιεύνας — χαμαιεύνᾱς , χαμαιεύνη fem acc pl χαμαιεύνᾱς , χαμαιεύνη fem gen sg (doric aeolic) χαμαιεύνᾱς , χαμαιεύνης lying masc acc pl χαμαιεύνᾱς , χαμαιεύνης lying masc nom sg (epic doric aeolic) …
4ευνή — η (Α εὐνή, επικ. γεν. εν. και πληθ. εὐνῆφι, εὐνῆφιν) νεοελλ. ναυτ. μικρή άγκυρα τών ναρκών από σκυροκονίαμα ή από χυτοσίδηρο αρχ. 1. ο τόπος όπου κοιμάται κάποιος, το κρεβάτι, η κλίνη («ἔβη εἰς εὐνήν», Ομ. Οδ.) 2. το στρώμα (α. «λέχος πόρσυνε καὶ …
5χαμευνάς — και χαμαιευνάς, άδος, ἡ, ΜΑ πόρνη, εταίρα («γυναῑκες χαμαιευνάδες, ὧν ὁ βίος οὐκ εὐπρεπής», Ευστ.) αρχ. 1. αυτή που κοιμάται καταγής 2. (με τη λ. εὐνή) στρώμα για ύπνο τοποθετημένο καταγής 3. φωλιά ζώου 4. συνεκδ. ζώο που έχει φωλιά στο έδαφος.… …
6χαμαιευνάδας — χαμαιεύνης lying fem acc pl χαμαιευνάς lying fem acc pl …
7χαμαιευνάδες — χαμαιεύνης lying fem nom/voc pl χαμαιευνάς lying fem nom/voc pl …
8χαμαιευνάδος — χαμαιεύνης lying fem gen sg χαμαιευνάς lying fem gen sg …
9χαμαιευνάδων — χαμαιεύνης lying fem gen pl χαμαιευνάς lying fem gen pl …