χαλνώ το
21χάλασμα — το, ατος 1. η πράξη και το αποτέλεσμα του χαλνώ, καταστροφή, φθορά. 2. ερείπιο: Παρακολουθούσε την κίνηση κρυμμένος μέσα στο χάλασμα. 3. γκρέμισμα. 4. χειροτέρευση. 5. διακόρευση …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
22χαλασμός — ο 1. η πράξη του χαλνώ, μεγάλη καταστροφή, γενική αναστάτωση: Έγινε χαλασμός κόσμου. 2. συνωστισμός, κοσμοπλημμύρα. 3. ενθουσιασμός …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
23χαλώ — και χαλάω και χαλνώ και χαλνάω χάλασα, χαλάστηκα, χαλασμένος 1. προξενώ ζημιά, καταστρέφω: Το χάλασες το παιχνιδάκι του παιδιού. 2. ματαιώνω, κάνω χαλάστρα: Τους τα χάλασε τα σχέδια η αστυνομία. 3. κατεδαφίζω: Θα το χαλάσωτο παλιό σπίτι για να… …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)