χαλνώ το
11κολλώ — και κολνώ (AM κολλῶ, άω) 1. συνενώνω με κόλλα ή άλλο συνδετικό υλικό δύο ή περισσότερα αντικείμενα ή μέρη τού ίδιου πράγματος, συγκολλώ (α. «μού κόλλησε το τασάκι που έσπασε» β. «τά δὲ νεῡρα... περὶ τὸν τράχηλον ἐκόλλησεν», Πλάτ.) 2. συνδέω,… …
12παρατρέπω — ΝΜΑ στρέφω κάποιον ή κάτι προς άλλη κατεύθυνση, κάνω να παρεκκλίνει από την κατεύθυνση του, παρεκτρέπω («εἰ τὸν ποταμόν ἐστι παρατρέψαντα ἑτέρη ἐς θάλασσαν ἐξαγαγεῑν», Ηρόδ.) νεοελλ. αρχ. μέσ. εκτρέπομαι, αποπλανώμαι, βγαίνω έξω από το δρόμο μου… …
13κλουβιάζω — και κλουβιαίνω κλούβιασα και κλούβιανα, κλουβιασμένος 1. λέγεται για τα αβγά και σημαίνει γίνομαι κλούβιος, μπαγιατίζω, χαλνώ: Κλούβιασαν τ αβγά. 2. κάνω κάτι να γίνει κλούβιο: Του κλούβιανε το μυαλό …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
14ξεπλέκω — ξέπλεξα, ξεπλέχτηκα, ξεπλεγμένος 1. ανοίγω τις πλεξούδες γυναικείων μαλλιών: Με ξεπλεγμένα τα μαλλιά βγήκε στο παραθύρι. 2. διαλύω, χαλνώ, αποσυνδέω κάτι που είναι πλεγμένο: Έκανα ένα λάθος στην πλέξη και ξέπλεξα όλο το πλεχτό μου …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
15ξεστρώνω — ξέστρωσα, ξεστρώθηκα, ξεστρωμένος 1. βγάζω το στρώμα ή το κάλυμμα επίπλου: Ξέστρωσα τα κρεβάτια. 2. χαλνώ την τακτοποίηση: Ξεστρώσαμε την αυλή …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
16ξετρυπώνω — ξετρύπωσα, ξετρυπώθηκα, ξετρυπωμένος 1. μτβ., βγάζω κάτι από την τρύπα του, από τη φωλιά του: Το σκυλί ξετρύπωσε δύο λαγούς. 2. φανερώνω κάτι κρυμμένο: Πήγε και ξετρύπωσε κάποια παλιά μου υπόθεση για να με εκθέσει. 3. αφαιρώ, βγάζω, χαλνώ το… …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
17ξεϋφαίνω — ξεΰφανα, χαλνώ, ξεφτίζω, ξηλώνω ύφασμα: Όμοια τα πολύτιμα παντοτινά μαγνάδια..., που χέρι δεν ξεϋφαίνει τα και χρόνια δεν τα φθείρουν (Παλαμάς) …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
18ξιδιάζω — ξίδιασα, ξιδιασμένος 1. μτβ., κάνω κάτι να γίνει ξινό. 2. αμτβ., για κρασί, χαλνώ, γίνομαι ξίδι, ξινίζω: Τα σταφύλια δεν ήταν ώριμα και το κρασί ξίδιασε …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
19προστυχαίνω — και προστυχεύω προστύχεψα 1. μτβ., κάνω κάτι πρόστυχο, χαλνώ την ποιότητά του: Άρχισαν να τα προστυχαίνουν τα εντομοκτόνα. 2. αμτβ., γίνομαι πρόστυχος, χειρότερος σε ποιότητα: Προστύχεψε ο κόσμος …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
20φθείρω — έφθειρα, φθάρθηκα και φθάρηκα, φθαρμένος 1. καταστρέφω λίγο λίγο, βλάπτω, προξενώ φθορά (βλάβη, ζημιά), τρίβω, λιώνω, χαλώ: Με το πολύ κάπνισμα φθείρει την υγεία του. 2. κάνω κάτι να χαλάσει ή να τριφτεί με την αδιάκοπη ή κακή χρήση, χαλνώ:… …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)