χαλκ-ύδριον

  • 1χαλκύδριον — τὸ, Α μικρή χάλκινη υδρία. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκ(ο) * + υποκορ. κατάλ. ύδριον (πρβλ. λογ ύδριον)] …

    Dictionary of Greek