χαλκ-εύς

  • 1σιδηρεύς — έως, ὁ, Α αυτός που κατεργάζεται τον σίδηρο, σιδηρουργός. [ΕΤΥΜΟΛ. < σίδηρος + κατάλ. εύς (πρβλ. χαλκ εύς)] …

    Dictionary of Greek