χαλκ-εία

  • 1μαντείος — μαντεῑος, ον, θηλ. και εία, ιων. τ. μαντήϊος, η, ον (Α) 1. (ποιητ. τ.) μαντικός, προφητικός 2. αυτός που ανήκει στον μάντη ή χρησιμοποιείται από τον μάντη 3. φρ. α) «μαντεῑος ἄναξ» ο Απόλλων β) «μαντεία σποδός» η τέφρα που υπήρχε πάνω στον βωμό… …

    Dictionary of Greek

  • 2νυμφείος — νυμφεῑος, εία, ον, θηλ. και ος, επικ. τ. ουδ. νυμφήϊον (Α) 1. νυφικός, γαμήλιος («νυμφεῑα λέχη», Σιμων.) 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ νυμφεῑον, επικ. τ. νυμφήϊον νυφικός θάλαμος 3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ νυμφεῑα, επικ. τ. νυμφήϊα α) γαμήλια τελετή,… …

    Dictionary of Greek