χαλκο-τυπία

  • 1πατροτυπία — ἡ, Α επιγρ. βλ. πατροτυψία. [ΕΤΥΜΟΛ. < πατήρ, πατρός + τυπία (< τυπος < τύπτω), πρβλ. χαλκο τυπία] …

    Dictionary of Greek

  • 2σιδηροτυπία — η, Ν (φωτογρ.) παλαιά φωτογραφική μέθοδος παραγωγής ψευδοθετικής φωτογραφίας με τη χρήση διαλύματος κολλωδίου στο οποίο εμβαπτιζόταν λεπτή μεταλλική πλάκα καλυμμένη με μαύρο επίχρισμα αμέσως πριν από την φωτογράφιση. [ΕΤΥΜΟΛ. < σιδηρο * +… …

    Dictionary of Greek

  • 3τσιγκοτυπία — η, Ν η τσιγκογραφία. [ΕΤΥΜΟΛ. < τσίγκος + τυπία (< τυπος < τύπος), πρβλ. χαλκο τυπία] …

    Dictionary of Greek