χαλκο-βατής
1ορεινοβατής — ὀρεινοβατής, ές (Α) αυτός που περπατά, που ζει στα όρη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀρεινός + βατής (< βαίνω), πρβλ. κατακλινο βατής, χαλκο βατής] …
2κατακλινοβατής — κατακλινοβατής, ές (Α) (για νόσο) αυτός που καθιστά κάποιον κλινήρη. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατακλινής + βατής (< βαίνω), πρβλ. χαλκο βατής] …
3χρυσοβατής — ές, Μ αυτός που έχει χρυσό δάπεδο. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο) * + βατής (< βαίνω), πρβλ. χαλκο βατής] …