χαλκοχαρμης
1χαλκοχάρμης — ὁ, Α (ποιητ. τ.) 1. αυτός που μάχεται με χάλκινο οπλισμό («χαλκοχάρμαι ξένοι Τρῶες», Πίνδ.) 2. (ως επίθ. τού πολέμου) αυτός κατά τον οποίο χρησιμοποιούνται κυρίως χάλκινα όπλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκ(ο) * + χάρμης (< χάρμη «ορμή, επιθυμία για μάχη …
2χαλκοχάρμαι — χαλκοχάρμης fighting in armour of bronze masc nom/voc pl χαλκοχάρμᾱͅ , χαλκοχάρμης fighting in armour of bronze masc dat sg (doric aeolic) …
3χαλκοχάρμαν — χαλκοχάρμᾱν , χαλκοχάρμης fighting in armour of bronze masc acc sg (epic doric aeolic) χαλκοχάρμης fighting in armour of bronze masc acc sg …
4χαλκ(ο)- — ΝΜΑ α συνθετικό λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στη λ. χαλκός και δηλώνει ότι η λ. έχει σχέση, αναφέρεται στον χαλκό (πρβλ. χαλκο ειδής, χαλκο πώλης), ενώ σπανιότερα χρησιμοποιείται και μεταφορικά με την έννοια τού… …