χαλκευτής
1χαλκευτής — masc nom sg …
2χαλκευτής — ο, ΝΑ [χαλκεύω] χαλκεύς, χαλκουργός νεοελλ. 1. πλάστης, δημιουργός 2. μτφ. συκοφάντης, μηχανορράφος αρχ. (γενικά) τεχνίτης, κατασκευαστής …
3χαλκευτής — ο βλ. χαλκιάς …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4χαλκευταί — χαλκευτής masc nom/voc pl χαλκευτός wrought of metal fem nom/voc pl …
5χαλκευτάν — χαλκευτά̱ν , χαλκευτής masc acc sg (epic doric aeolic) χαλκευτής masc acc sg χαλκευτά̱ν , χαλκευτός wrought of metal fem acc sg (doric aeolic) …
6χαλκευτάς — χαλκευτά̱ς , χαλκευτής masc acc pl χαλκευτά̱ς , χαλκευτής masc nom sg (epic doric aeolic) χαλκευτά̱ς , χαλκευτός wrought of metal fem acc pl …