χαλκέοπλος

  • 1χαλκέοπλος — ον, Α αυτός που έχει χάλκινα όπλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκε(ο) (βλ. λ. χαλκ[ο] ) + οπλος (< ὅπλον), πρβλ. εὔ οπλος, ῥίψ οπλος] …

    Dictionary of Greek

  • 2χαλκεόπλων — χαλκέοπλος with arms masc/fem/neut gen pl …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 3χαλκ(ο)- — ΝΜΑ α συνθετικό λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στη λ. χαλκός και δηλώνει ότι η λ. έχει σχέση, αναφέρεται στον χαλκό (πρβλ. χαλκο ειδής, χαλκο πώλης), ενώ σπανιότερα χρησιμοποιείται και μεταφορικά με την έννοια τού… …

    Dictionary of Greek

  • 4όπλο — Κάθε μέσο κατασκευασμένο για να χρησιμοποιηθεί για το κυνήγι, για τον πόλεμο ή για την προσωπική άμυνα. Στους πρωτόγονους πληθυσμούς, τα εργαλεία και τα ό. δεν διαφέρουν ουσιαστικά: τα αμύγδαλα, για παράδειγμα, μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν και… …

    Dictionary of Greek