χαλινούς
1χαλινούς — χαλῑνούς , χαλινός bit masc acc pl …
2διάβρωση — Όρος που χρησιμοποιείται στη γεωλογία και, υπό ευρεία έννοια, αναφέρεται στο σύνολο των διεργασιών που προκαλούν διάφοροι φυσικοί παράγοντες, με αποτέλεσμα την αργή αλλά συνεχή αποσύνδεση και αποκομιδή, λιγότερο ή περισσότερο έντονη κατά τόπους,… …
3εμπραΰνω — ἐμπραΰνω (Α) καταπραΰνω, μαλακώνω κάτι μέσα σε άλλο, τό κάνω υποφερτό λειαίνοντάς το («ἔστι δὲ καὶ τοὺς σκληρούς χαλινοὺς ἐμπραΰνειν καταλειοῡντα», Πολυδ.) …
4ηνιοποιώ — ἡνιοποιῶ, έω (Α) [ηνιοποιός] κατασκευάζω ηνία, χαλινούς …
5ηνιορράφος — ἡνιορράφος, ὁ (Α) αυτός που ράβει ηνία, χαλινούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηνίο + ρραφος (< ραφή), πρβλ. ιστιο ρράφος, μηχανο ρράφος] …
6ηνιόστροφος — ἡνιόστροφος, ον (Α) αυτός που οδηγείται με ηνία, με χαλινούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηνία + στροφος (< στρό φος < στρέφω), πρβλ. αγχί στροφος «αυτός που στρέφεται γρήγορα»] …
7κατολίσθηση — Γεωλογικό φαινόμενο κατά το οποίο μάζες πετρωμάτων ξεκολλούν από τις πλαγιές των ορεινών αναγλύφων και ολισθαίνουν προς τα χαμηλότερα μέρη, επάνω σε ένα υπόβαθρο ολίσθησης, που αποτελείται από τα υποκείμενα πετρώματα. Κ. επίσης ονομάζεται το… …
8ορειβάσια — Η τέχνη της αναρρίχησης στα βουνά και κυρίως στις δυσπρόσιτες κορυφές. Η ο. εκτελείται συνήθως από ομάδες με τους κατάλληλους τεχνικούς τρόπους και τα απαραίτητα μέσα. Και στην Ελλάδα χρησιμοποιείται συχνά και ο διεθνής όρος αλπινισμός, από το… …
9ορειβασία — Η τέχνη της αναρρίχησης στα βουνά και κυρίως στις δυσπρόσιτες κορυφές. Η ο. εκτελείται συνήθως από ομάδες με τους κατάλληλους τεχνικούς τρόπους και τα απαραίτητα μέσα. Και στην Ελλάδα χρησιμοποιείται συχνά και ο διεθνής όρος αλπινισμός, από το… …
10πάσσαλος — ο, ΝΜΑ, αττ. τ. πάτταλος, Α 1. ράβδος από ξύλο με μυτερό το ένα άκρο για να μπορεί να μπήγεται στο έδαφος, παλούκι («χαλινούς... ἐκ πασσάλων δέουσι», Ηρόδ.) 2. παροιμ. φρ. «πάσσαλος πασσάλῳ ἐκκρούεται» το κακό καταπολεμάται με κακό νεοελλ. τεχνολ …
- 1
- 2