χαλεπὸς

  • 81χαλεπτύς — ύος, ἡ, Α (κατά τον Ησύχ.) (στους Ίωνες) «χαλεπότης». [ΕΤΥΜΟΛ. < χαλεπός + επίθημα τύς (πρβλ. φρασ τύς)] …

    Dictionary of Greek

  • 82χαλεπότης — ητος, ἡ, ΜΑ [χαλεπός] 1. δυσκολία, δυσχέρεια 2. δυστροπία, ιδιοτροπία αρχ. 1. (για τόπο) τραχύτητα, το δύσβατο 2. αυστηρότητα, σκληρότητα, αγριότητα 3. (για ίππο) ατίθαση φύση, κακό φυσικό …

    Dictionary of Greek

  • 83χαλεπώδης — ῶδες, Α [χαλεπός] σοβαρός, με δυσάρεστες επιπτώσεις …

    Dictionary of Greek

  • 84χαλεπώς — ΜΑ επίρρ. βλ. χαλεπός …

    Dictionary of Greek

  • 85Αρκεσίλαος — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Γιος του Λύκου και της Θεοβούλης, ένας από τους αρχηγούς των Βοιωτών στον Τρωικό πόλεμο. Σκοτώθηκε από τον Έκτορα. 2. Γιος του Οδυσσέα και της Πηνελόπης, που γεννήθηκε μετά την επιστροφή του πατέρα του από την… …

    Dictionary of Greek

  • 86ԱՆՃԱՐ — (ի, ից.) NBH 1 0198 Chronological Sequence: Unknown date, 6c, 11c, 12c ա. ἁμήχανος, χαλεπός impossibilis, difficilis Ուր չիք ճար. անհնար անհնարին. դժուարին եւ անվրէպ. ... պ. նաջար *Անճա՛ր է ինձ՝ մարդասէր գոլով՝ անմարդի ինչ խորհել. Ոսկ. ղկ.:… …

    հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • 87ԴԺՆԴԱԿ — (ի, աց.) NBH 1 0614 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 5c, 6c, 7c, 10c, 11c, 12c ա. δυσμενός, ἁργαλέος, δεινός , χαλεπός malevolus, dirus, molestus, difficilis Դժնեայ. դաժան. խիստ. սաստիկ. դառն. անբերելի. չար. չարասէր. անողորմ …

    հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • 88ԴԺՈՒԱՐ — (ի, աց.) NBH 1 0616 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 6c, 7c, 8c, 10c, 11c, 12c, 13c ա. δυσχερής, δύσκολος, χαλεπός difficilis, arduus գրի եւ իբր ռմկ. ԴԺԱՐ. պ. տիւզվար, տիւզխար, որ եւ ԴԺՈՒԱՐԻՆ. Աշխատալի. ծանր. դժնդակ. խիստ.… …

    հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • 89ԴԺՈՒԱՐԻՆ — ( ) NBH 1 0621 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 5c, 12c, 14c ա. ԴԺՈՒԱՐԻՆ որ եւ ԴԺՈՒԱՐ. δύσκολος, δυσχερής, χαλεπός եւն. difficilis, operosus, molestus, gravis, durus, saevus Աշխատալի. տարժանելի. ծանր. խիստ. նեղիչ. սաստիկ.… …

    հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • 90ՉԱՐԱՉԱՐ — ( ) NBH 2 0569 Chronological Sequence: Early classical, 6c ա. χείριστος pessimus χαλεπός, χαλεπώτερος, τραχύς, δυσχερής difficilis, durus, saevus, asper. Կարի չար. յոյժ վատթար. սաստիկ. դառն. դժնդակ. անտանելի. անհնարին. անօրէն. խիստ գէշ. ...… …

    հայերեն բառարան (Armenian dictionary)