χαλεπὸς

  • 71Arkesilaos II. von Kyrene — Arkesilaos II. (agr: Ἀρκεσίλαος ὁ Χαλεπός) war 565/60–555/50 v. Chr. als Nachfolger seines Vaters Battos II. König von Kyrene. Bildnis des Arkesilaos auf der Arkesilas Schale Arkesilaos, der den Beinamen der Harte (auch der Grausame) trug, hatte… …

    Deutsch Wikipedia

  • 72θοινατήρ — θοινατήρ, ῆρος, ὁ (Α) [θοινώ] αυτός που παρέχει συμπόσιο («χαλεπὸς θοινατήρ» κύριος φοβερού συμποσίου, Αισχύλ.) …

    Dictionary of Greek

  • 73παγχάλεπος — παγχάλεπος, ον (Α) (για πρόσ. και πράγματα) ο υπερβολικά δύσκολος. επίρρ... παγχαλέπως (Α) 1. υπερβολικά δύσκολα 2. φρ. «παγχαλέπως ἔχω» είμαι πολύ οργισμένος με κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + χαλεπός] …

    Dictionary of Greek

  • 74ραίκερος — Α (κατά τον Ησύχ.) «χαλεπός» …

    Dictionary of Greek

  • 75σιπαλός — ή, όν, ΜΑ 1. μύωπας, κοντόφθαλμος 2. δύσμορφος, άσχημος 3. (κατά τον Ζωναρ.) «χαλεπός, ἀκάθαρτος, ἄμορφος» 4. (κατά τον Ησύχ.) «ἐπάργεμος». [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. συνδέεται πιθ. με σιφλός* και εμφανίζει επίθημα αλός* (πρβλ. απ αλός)] …

    Dictionary of Greek

  • 76σμοιός — ά, όν και σμοῑος, οία, ον και σμυός, ά, όν και μοῑος, οία, ον, Α 1. σκυθρωπός 2. (κατά τον Ησύχ.) «χαλεπός, φοβερός, στυγνός». [ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικοί τ. άγνωστης ετυμολ.] …

    Dictionary of Greek

  • 77συγχαλεπαίνω — Α οργίζομαι μαζί ή συγχρόνως με κάποιον άλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + χαλεπαίνω «δυσφορώ, οργίζομαι» (< χαλεπός «δυσχερής»)] …

    Dictionary of Greek

  • 78τριχάλεπτος — ον, Α οργίλος («τριχάλεπτος δαίμων», Ανθ. Παλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * + χαλεπός, με λογοπαίγνιο προς το θρίξ, τριχός + λεπτός] …

    Dictionary of Greek

  • 79υάνεος — εον και, κατά τον Ησύχ., ὑανέοος, Α (κυρίως ο τ. ὑανέοος) (κατά τον Ησύχ.) «εἰκαῑος, βλοσυρός, χαλεπός, ὕπτιος» …

    Dictionary of Greek

  • 80χαλέπτω — Α [χαλεπός] 1. προκαλώ δυσχέρειες, δυσκολεύω («θεῶν ὅστις σὲ χαλέπτει», Ομ. Οδ.) 2. παροργίζω, εξερεθίζω κάποιον 3. (αμτβ.) εξοργίζομαι, αγανακτώ …

    Dictionary of Greek