χαλαζάεις

  • 1χαλαζάεις — εσσα, εν, Α (δωρ. τ.) βλ. χαλαζήεις …

    Dictionary of Greek

  • 2χαλαζήεις — και δωρ. τ. χαλαζάεις, εσσα, εν, Α 1. όμοιος με χαλάζι στη μορφή, στην πυκνότητα ή στο πλήθος 2. φρ. «σκορπιός χαλαζήεις» σκορπιός τού οποίου το κέντρισμα προκαλεί παγετώδες ρίγος (Νίκ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < χάλαζα + κατάλ. ήεις (βλ. λ. όεις)] …

    Dictionary of Greek