χαλάρωση

  • 91υπόλυσις — ύσεως, ἡ, Α [ὑπολύω] χαλάρωση που αρχίζει αποκάτω («ὑπόλυσις γονάτων», Π Δ) …

    Dictionary of Greek

  • 92φερμάτα — η, Ν μουσ. α) σύμβολο που τίθεται πάνω από ένα φθογγόσημο ή από το σύμβολο μιας παύσης και υπαγορεύει χαλάρωση τής ρυθμικής αγωγής στην ανάγνωση και επιμήκυνση, σχεδόν ώς το διπλάσιο, τής διάρκειας που προβλέπει το αντίστοιχο φθογγόσημο ή σύμβολο …

    Dictionary of Greek

  • 93χάλαση — η / χάλασις, άσεως, ΝΑ [χαλῶ] χαλάρωση, ξέσφιγμα, λασκάρισμα, λύσιμο νεοελλ. 1. ελάττωση τού τόνου, τής σύστασης ή τής ελαστικότητας ενός ιστού ή οργάνου (α. «χάλαση τού δέρματος» β. «χάλαση τού μυός» γ. «χάλαση τού πέους») αρχ. 1. (για… …

    Dictionary of Greek

  • 94χάλασμα — άσματος, το, ΝΑ [χαλῶ] νεοελλ. 1. το να χαλάει, να καταστρέφεται κάτι 2. κατεδάφιση 3. ερείπιο («βγήκε σαν φάντασμα από τα χαλάσματα») 4. (για τρόφιμα) αλλοίωση, αποσύνθεση, σήψη 5. (για καιρικές συνθήκες) επιδείνωση αρχ. 1. κατάσταση χαλάρωσης… …

    Dictionary of Greek

  • 95χαλάρωμα — το, Ν [χαλαρώνω] η χαλάρωση …

    Dictionary of Greek

  • 96χαλαροδερμία — και παλ. τ. χαλασοδερμία και χαλαζοδερμία, η, Ν ιατρ. διαμαρτία διαπλάσεως, που χαρακτηρίζεται από μη φυσιολογική διάταση, παθητική χαλάρωση και έλλειψη ελαστικότητας τού δέρματος, το οποίο κρέμεται σε μεγάλες πλαδαρές πτυχές. [ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. λ.… …

    Dictionary of Greek

  • 97χαλασμάτιον — τὸ, Α [χάλασμα, ατος] (σχετικά με σχοινί) μικρή, ανεπαίσθητη χαλάρωση …

    Dictionary of Greek

  • 98χαλασμός — ο, ΝΜΑ [χαλῶ] νεοελλ. 1. μτφ. μεγάλη, βαθιά συγκίνηση («νιώθω για σε, πατρίδα μου, στα σπλάχνα χαλασμό», Βαλαωρ.) 2. φρ. «χαλασμός κόσμου» ή «χαλασμός Κυρίου» μτφ. α) i) μεγάλη καταστροφή, γενικός όλεθρος ii) μεγάλη αναστάτωση, πολύς θόρυβος β)… …

    Dictionary of Greek

  • 99χαλαστικός — ή, όν, Α [χαλῶ] 1. αυτός που προκαλεί χαλάρωση, που ξεσφίγγει 2. μτφ. αυτός που προκαλεί μείωση τής έντασης («ὁ χαλαστικὸς τρόπος τῆς ἐπιμελείας», Σέξτ. Εμπ.) …

    Dictionary of Greek

  • 100χαλώ — χαλῶ, άω, ΝΜΑ, και χαλνώ, άω, Ν, και χαλάζω και χαλαίνω Α ναυτ. κατεβάζω ιστίο ή σημαία νεοελλ. μσν. 1. επιφέρω βλάβη στην κανονική λειτουργία ενός συστήματος («τό χάλασες το ρολόι») 2. καταστρέφω 3. (σχετικά με κτίσμα) κατεδαφίζω, γκρεμίζω (α.… …

    Dictionary of Greek