χαλάρωση

  • 61ξετέντωμα — το [ξετεντώνω] ξεσφίξιμο, λασκάρισμα, χαλάρωση …

    Dictionary of Greek

  • 62πάρεση — Bλ. λ. παράλυση. * * * η / πάρεσις, εως, Ν Μ Α [παρίημι] χαλάρωση νεοελλ. ιατρ. ελαφρά, ατελής παράλυση η οποία εκδηλώνεται με ελάττωση τής μυϊκής ισχύος τού προσβληθέντος μυός μσν. μτφ. ηθική κατάπτωση ως συνέπεια αμαρτιών αρχ. 1. απομάκρυνση,… …

    Dictionary of Greek

  • 63παλαιογραφία — Επιστήμη η οποία με βάση τα παλιά χειρόγραφα μελετά την εξέλιξη της γραφής. Η π. εμφανίστηκε τον 17o αι. ως κλάδος της διπλωματικής και είχε ως σκοπό την ταξινόμηση των ποικίλλων τύπων γραφής χρονολογικά και μορφολογικά, ώστε να είναι ευχερής ο… …

    Dictionary of Greek

  • 64παπισμός — Θεσμός της Καθολικής Εκκλησίας, που εκφράζει και βασίζεται στη διδασκαλία της Εκκλησίας αυτής, κατά την οποία ο επίσκοπος Ρώμης, ως διάδοχος του κορυφαίου των Αποστόλων, του Πέτρου, έχει το πρωτείο τιμής ανάμεσα στη χριστιανική ιεραρχία, και… …

    Dictionary of Greek

  • 65παράλυση — (Ιατρ.). Oνομάζεται και πάρεση. Ο όρος π. σημαίνει την κατάλυση της εκούσιας ή ακούσιας (αντανακλαστικής ή αυτόματης) κινητικότητας, εξαιτίας της απώλειας της κινητικής λειτουργίας σε ένα οποιοδήποτε σημείο μεταξύ του φλοιού του εγκέφαλου και της …

    Dictionary of Greek

  • 66παραχαλώ — άω, Α 1. διανοίγω δίοδο, διέξοδο για κάτι 2. (αμτβ.) (για πλοίο) χαλαρώνομαι, υφίσταμαι χαλάρωση τών αρμών από τους οποίους μπαίνει μέσα το νερό, αφήνω να εισρεύσει το νερό, κάνω νερά («κἄγωγ , ἐάν τι παραχαλᾷ, τὴν ἀντλίαν φυλάξω», Αριστοφ.) …

    Dictionary of Greek

  • 67πλάδησις — ήσεως, ἡ, Α [πλαδώ] (για το στομάχι) πλαδάρωση, χαλάρωση …

    Dictionary of Greek

  • 68πλάδωσις — ώσεως, ἡ, Α πλαδαρότητα, χαλάρωση. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. έχει σχηματιστεί από το ρ. πλαδῶ/ άω με την κατάλ. τών ρ. σε όω/ ῶ] …

    Dictionary of Greek

  • 69πλαδαρός — ή, ό / πλαδαρός, ά, όν, ΝΜΑ (ιδίως για τα σαρκώδη μέλη τού σώματος) χαλαρός, μαλακός, άτονος (α. «πλαδαροί μαστοί» β. «πλαδαραὶ σάρκες», Ιπποκρ.) νεοελλ. 1. (κυρίως για ύφος λόγου) ο στερούμενος εσωτερικής συνοχής και λογικής αλληλουχίας 2.… …

    Dictionary of Greek

  • 70πολυοστεοχονδρίτιδα — η, Ν ιατρ. κληρονομική γονοτυπική νόσος, μεταβιβαζόμενη κατά τον επικρατή χαρακτήρα, η οποία εκδηλώνεται σε παιδιά 3 4 ετών, κυρίως αγόρια, προσβάλλει τους χόνδρους τών άκρων και συνοδεύεται από μυϊκή υποτονία και υπέρμετρη χαλάρωση τών συνδέσμων …

    Dictionary of Greek